Βοηθήστε μας να επιλέξουμε την επόμενη ταινία που θα προβληθεί στη 1 & 2 Φεβρουαρίου 2014. Ψηφίστε πάνω δεξιά αυτή που σας αρέσει.
ΓΛΥΚΑ ΜΑΣ ΛΑΘΗ
ΓΛΥΚΑ ΜΑΣ ΛΑΘΗ
(Camille Redouble)
Της Νοεμί Λβόβσκι
Σκηνοθεσία: Noémie Lvovsky
Σενάριο : Maud Ameline , Noémie Lvovsky, Pierre-Olivier Mattei , Florence Seyvos
Φωτογραφία: Jean-Marc Fabre
Μουσικη : Joseph Dahan & Gaëtan Roussel
Παίζουν : Noémie Lvovsky, Samir Guesmi, Judith Chemla
Χωρα Παραγωγής : Γαλλία
Ετος Παραγωγής : 2012
Γλώσσα : Γαλλικά
Διαρκεια : 115’
Εγχρωμο
ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΝΩΣΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ & ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΩΝ
ΣΤΟ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟ ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝ ΚΑΝΝΕΣ 2012
ΕΠΙΣΗΜΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΓΑΛΛΟΦΩΝΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΠΑΡΙΣΙ 2013
ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΓΙΑ 13 ΒΡΑΒΕΙΑ ΣΕΖΑΡ
ΣΥΝΟΨΗ
Η Καμίγ ήταν δεκαέξι ετών, όταν γνώρισε τον Έρικ. Ερωτεύτηκαν τρελά, κι απέκτησαν μια κόρη…
25 χρόνια μετά: ο Έρικ αφήνει την Καμίγ για μια νεότερη γυναίκα.
Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς, και η Καμίγ βρίσκει τον εαυτό της στο παρελθόν. Είναι και πάλι δεκαέξι χρονών, έχει επιστρέψει στους γονείς της, τις φίλες της, την παιδική της ηλικία… και στον Έρικ.
Θα προσπαθήσει να αλλάξει την πορεία στις ζωές τους; Θα τον ερωτευτεί ξανά, παρ’ όλο που ξέρει πως θα τελειώσει η ιστορία τους;
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ
Η Νοεμί Λβόβσκι σπούδασε κινηματογράφο στο La Fémis (Fondation européenne pour les métiers de l'image et du son) στο Παρίσι, σύγχρονη του Arnaud Desplechin, με τον οποίο συνεργάζεται συχνά. Στις δύο πρώτες ταινίες της πρωταγωνίστησε ηEmmanuelle Devos, που μόλις ξεκινούσε την καριέρα της.
Η Λβόσβκι έχει προταθεί τρεις φορές για Βραβείο Σεζάρ Καλύτερου Β΄ Γυναικείου Ρόλου : το 2002 για το My Wife Is an Actress, το 2006 Backstage, και το 2008 για το Actrices. Η ταινία της Sentiments ήταν υποψήφια για Σεζάρ Καλύτερης Ταινίας το 2004.
Το Αντίο, Βασίλισσα (Farewell, My Queen), ήταν η ταινία έναρξης για το 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.Η τελευταία της ταινία Γλυκά μας Λάθη (Camille redouble), επιλέχθηκε για να προβληθεί στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών του Φεστιβάλ Καννών το 2012, όπου απέσπασε το Βραβείο της Ένωσης Συγγραφέων και Σεναριογράφων.
ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ του Τόμας Βίντερμπεργκ
Πρωτότυπος τίτλος : Jagten
Σκηνοθεσία: Thomas Vinterberg
Σεναριο: Thomas Vinterberg & Tobias Lindholm
Φωτογραφία: Charlotte Bruus Christensen
Μουσική: Nikolaj Egelund
Παιζουν: Mads Mikkelsen, Thomas Bo Larsen , Annika Wedderkopp
Βραβεια - Συμμετοχές:`
Βραβείο Αντρικής ερμηνείας στο Φεστιβαλ Καννων
Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβαλ Καννων
Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβαλ Karlovy Vary
Επίσημη συμμετοχή συο Φεστιβαλ Λονδίνου
Χωρα παραγωγής: Δανία
Ετος παραγωγης: 2012
Γλώσσα: Δανέζικα
Διάρκεια: 115΄ Εγχρωμο.
ΥΠΟΘΕΣΗ:
Έπειτα από ένα επώδυνο διαζύγιο, ο 40χρονος Λούκας έχει μια νέα σχέση, μια νέα δουλειά και επαναπροσδιορίζει τη σχέση του με τον έφηβο γιο του, Μάρκους. Όλα τα πράγματα θα πάνε στραβά. Μια ιστορία, ένα απλό ψέμα. Καθώς πέφτει το χιόνι και πλησιάζουν οι γιορτές, το ψέμα εξαπλώνεται σαν ίωση. Το σοκ και η δυσπιστία ξεφεύγουν από τον έλεγχο, και η μικρή κοινότητα θα βρεθεί σε μια κατάσταση μαζικής υστερίας, όσο ο Λούκας παλεύει μόνος του για τη ζωή και την αξιοπρέπεια του.
ΔΗΛΩΣΗ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ :
“ Μια χειμωνιάτικη βραδιά το 1999, κάποιος χτύπησε την πόρτα μου. Ένας περίφημος Δανός παιδοψυχολόγος, στεκόταν με κάποια έγγραφα στα χέρια του παραληρώντας για τα παιδιά και τις φαντασιώσεις τους. Μίλαγε για έννοιες όπως «καταπιεσμένες αναμνήσεις», και ακόμη πιο ανησυχητικά για τη θεωρία του ότι «πίστευε ότι είναι ιός». Δεν τον άφησα να μπει. Δε διάβασα τα χαρτιά. Πήγα για ύπνο.
Δέκα χρόνια αργότερα χρειάστηκα ψυχολόγο. Του τηλεφώνησα, και κάπως σαν καθυστερημένη πράξη ευγένειας, διάβασα τα έγγραφα. Σοκαρίστηκα. Μαγεύτηκα. Ένοιωσα ότι υπήρχε μια ιστορία που έπρεπε να ειπωθεί. Μια ιστορία ενός σύγχρονου κυνηγιού μαγισσών.
Το Κυνήγι είναι το αποτέλεσμα αυτής της ανάγνωσης. “
Τόμας Βίντερμπεργκ
Αριστούργημα ψυχολογικού, «βίαιου», ρεαλισμού
Ο Τόμας Βίντερμπεργκ άφησε τις (πολύ γοητευτικές μεν, αλλά όχι πλήρεις) κινηματογραφικές αναζητήσεις και περιπλανήσεις του και στράφηκε ξανά σε ένα είδος κινηματογράφου που δείχνει με μεγάλη άνεση ότι παίζει στα δάχτυλα: αυτό του ψυχολογικού, «βίαιου», ρεαλισμού. Όπως με την βραβευμένη το 1998 στις Κάννες, «Οικογενειακή Γιορτή». Και εκεί που σταμάτησε με το «Submarino».
Χειρίζεται επίσης με χαρακτηριστική άνεση (που ορισμένες στιγμές «τρομάζει») το λεπτό και πολυεπίπεδο θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης μικρών παιδιών, υφαίνοντας ένα φιλμ δομημένο σε έναν αψεγάδιστο σεναριακό ιστό, χωρίς την παραμικρή φλυαρία, αποδοκιμάζοντας σαρκαστικά τις πιθανές μελοδραματικές ευκολίες, ευφυές και καυστικό, ενώ στηρίζεται σε μια πραγματικά αξιοθαύμαστη ερμηνεία του Μαντς Μίκελσεν:
Τραχύς, ψύχραιμος, διατηρεί την αξιοπρέπειά του απόλυτα πεπεισμένος ότι δεν αξίζει τέτοιας αντιμετώπισης από τα «ζόμπι» του κοινωνικού του περίγυρου που έχουν «μολυνθεί» από τον ιό της αμφιβολίας και την υποψία της σιχαμάρας. Αν και κάποια στιγμή κινδυνεύει να κλονιστεί: αδυνατεί να πιστέψει πως ένα απλό παιδικό ψέμμα είναι ικανό να συμπαρασύρει σαν χείμαρρος στην καταστροφή την ζωή του. Πως κατάφερε να μεταλλάξει εναντίον του την συμπεριφορά μιας ολόκληρης πόλης που του συμπεριφέρεται σαν να έχει λέπρα (ή να έχει μεταβληθεί ο ίδιος σε «ζόμπι»);
Πάνω του ο Βιντερμπεργκ χτίζει μια ταινία αβάσταχτης έντασης και κλιμακωτής αγωνίας, ένα σκοτεινό θρίλερ στην καρδιά και την ψυχή. Είναι τραχύς, ορμητικός, δεν λυπάται και δε χαρίζεται σε κανέναν. Ξέρετε που λυγίζει, έστω και λίγο; Στο θέμα του κλονισμού της ανδρικής φιλίας. «Πάνω από 30 χρόνια φίλοι, κολλητοί, μαζί χτυπάγαμα γκομενάκια, μαζί μπλέκαμε σε καυγάδες, μαζί κλεβαμε, μζί τα πίναμε, είναι δυνατόν να διανοηθείς να σκεφτείς ότι κακοποίησα την κόρη σου;».
Εκεί ο πρωταγωνιστής ξεσπάει αλλά και συγχωρεί τον φίλο του σε μια στιγμή απαράμιλλης ομορφιάς.
Εκεί, διστάζει, για πρώτη και τελευταία φορά και για λίγα δευτερόλεπτα και η κάμερά του σαν να βουρκώνει. Όπως και εμείς.
Ένα από τα ελάχιστα αριστουργήματα συτής της χρονιάς.
Απόστολος Κίτσος www.moveitmag.gr
Κορώνα Γράμματα Lay the Favorite
ΣΥΝΟΨΗ Με φόντο των κόσμο των αθλητικών στοιχημάτων, παρακολουθούμε την ιστορία της Μπεθ, που από στριπτιζέζ έγινε βοηθός του Ντινκ, ενός από τους μεγαλύτερους τζογαδόρους στο Βέγκας.
Είδος:Κωμωδία
Σκηνοθεσία:Στίβεν Φρίαρς
Καστ:Μπρους Γουίλις, Τζόσουα Τζάκσον, Κάθριν Ζέτα Τζόουνς, Βινς Βον, Ρεμπέκα Χολ
Διάρκεια:94
Χώρα:ΗΠΑ, Μεγ. Βρετανία
Έτος:2012
Χρώμα:(Έγχρ.)
Πηγή: www.lifo.gr
ΤΟ ΠΑΡΤΥ

Σκηνοθεσία : Blake Edwards
Σενάριο : Blake Edwards, Tom & Frank Waldman
Μουσική: Henry Mancini
Φωτογραφία : Lucien Ballard
Παίζουν:
Peter Sellers
Claudine Longet
Natalia Borisova
Jean Carson
Marge Champion
Al Checco
Corinne Cole
Dick Crockett
Frances Davis
Danielle De Metz
Herbert Ellis
Paul Ferrara
Ετος Παραγωγής: 1968
Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ
Εγχρωμο
Διάρκεια 99’
4 σχόλια:
Η Φράνσις είναι 27 χρονών. Δείχνει μεγαλύτερη, αλλά συμπεριφέρεται τόσο «ανώριμα». Περνάει αυτή τη φάση, κατά τη διάρκεια της οποίας πρέπει να μεγαλώσει. Να βρει τη θέση της, σε μια συντροφική αγκαλιά, σε ένα σπιτικό, στην κοινωνία. Αλλά είναι «undateable», πάντα μοιράζεται ένα διαμέρισμα με φίλους γιατί τα οικονομικά της δεν επιτρέπουν κάτι διαφορετικό και, αν και αγαπά το χορό, δεν έχει απολύτως κανένα μέλλον ως χορεύτρια. Δεν είναι ο ιδανικός χαρακτήρας με τον οποίο θα επεδίωκες να πιάσεις φιλίες ή να κάνεις μια σοβαρή σχέση, όμως, είναι μια ηρωίδα που θα αισθανθείς να αναπνέει δίπλα σου στο κάθισμα του σινεμά.
Η ταινία ξεκινά δίχως τα παραμικρά credits ή τίτλο και γρήγορα μαρτυρά δύο – προφανείς – αγάπες του Νόα Μπάουμπαχ που θα κάνουν τους φανατικούς κινηματογραφόφιλους να μειδιάσουν από ευχαρίστηση: τις μουσικές του Ζορζ Ντελρί από το σύμπαν των εικόνων τού Φρανσουά Τριφό και το ταιριαστό μαυρόασπρο μιας Νέας Υόρκης σχεδόν… γουντιαλενικής. Για την ακρίβεια, είναι λες και ο Άλεν μπήκε στο σώμα του Τριφό την περίοδο που θα γύριζε το «Manhattan», αλλά ξέχασε να βάλει μέσα τον εαυτό του και τις νευρώσεις του! Η Φράνσις δεν είναι ένας θηλυκός κλώνος των αυτοβιογραφικών χαρακτηριστικών του Άλεν, ούτε και το φιλμ αποτελεί μια τόσο εύκολη αναφορά στη γαλλική nouvelle vague. Η «Frances Ha» έχει μια δική της, σημερινή ιδιοσυγκρασία που τρέχει σε δικούς της ρυθμούς, αρκετά αβίαστα, όχι σα να την κυνηγάει η εποχή της αλλά σα ν’ ακολουθεί από συνήθεια αυτή τη ρουτίνα των αποσπασματικών στιγμών της κάθε μέρας.
Όπου κι αν βρεθεί, στη Νέα Υόρκη, το Σακραμέντο ή και το… Παρίσι, η Φράνσις είναι η ίδια αφελής απόγονος της Νταϊάν Κίτον σε συνδυασμό με τη slacker-ιά των 90′s και την – χωρίς έγνοιες για το μέλλον – απάθεια των σημερινών hipsters. Κυρίως, όμως, το αιώνιο παιδί που θα σκοντάψει και θα πέσει, θα σηκωθεί και δε θα καταλάβει πως ματώνει (όπως στην… άκυρη σκηνή της αναζήτησης ενός ΑΤΜ). Μέσα της, ποτέ δε θα ματώσει η Φράνσις. Γιατί ζει με μια ελευθερία και τον αυθορμητισμό τού απόλυτου τώρα, με άγνοια απέναντι σε συνέπειες (είναι φτωχή, αλλά θα χρεώσει μια πιστωτική με εισιτήριο για υπερατλαντικό ταξίδι… ενός weekend!) και απίστευτες άμυνες καταπολέμησης του… δράματος. Δεν είναι αξιολύπητη ή κατεστραμμένη (δεν κατοικεί σε ευρωπαϊκή ταινία, γι’ αυτό…), είναι ένας άνθρωπος αδέξια ευτυχισμένος. Κι αυτό σε αφοπλίζει.
Μακρινός συγγενής και του αγορίστικου «Superbad», ίσως, αλλά το φιλμ του Μπάουμπαχ δεν επιχειρεί να σηκώσει τη σημαία μιας κάποιας generation now και να κλάψει για τα νιάτα που χάνει. Η Φράνσις είναι 27. Βρίσκεται σ’ αυτή τη μετάβαση της ένταξης, μπορεί να τα καταφέρει, να χάσει ή… να χαθεί (διπλής ανάγνωσης ήττα αυτή). Λίγο πριν από το φινάλε και την εμφάνιση των credits, ο δημιουργός του φιλμ αποκαλύπτει το «μυστικό» του τίτλου. Δεν είναι κάτι μαγικό, φιγουρατζίδικα πολύπλοκο ή σημαντικό. Είναι ένα κλείσιμο του ματιού. Αισιόδοξο. Η «Frances Ha» δεν είναι ένα αριστούργημα, όπως και η ηρωίδα της δεν είναι ένας τέλειος άνθρωπος. Είναι, όμως, μια από εκείνες τις ταινίες που σε κάνουν να θέλεις να συνεχίσεις να ζεις. Αρκεί να… ζεις.
Ηλίας Φραγκούλης www.freecinema.gr
Οι δυο τους μοιάζουν φτιαγμένες από το ίδιο υλικό με τα κορίτσια του «Girls», μοντέρνες νεοϋορκέζες, με «προβλήματα πρώτου κόσμου», μπερδεμένες σχέσεις, γερή δόση ειρωνείας απέναντι στον κόσμο και τις ίδιες.
Κι όμως στα χέρια του Μπόμπακ και της Γκρέτα Γκέργουϊκ που υπογράφει μαζί του το σενάριο, δεν μοιάζουν στο ελάχιστο με κινούμενα κλισέ, αλλά με δυο αληθινά κορίτσια που σίγουρα δεν είναι τέλεια, αλλά δεν παύουν να είναι αξιαγάπητα.
2
Μόνο που σύντομα η Σόφι θα βρει μια συγκάτοικο με ένα διαμέρισμα στον αγαπημένο της δρόμο στην Τραϊμπέκα, η Φράνσις θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σπίτι τους, την ίδια στιγμή που η θέση της στην ομάδα χορού όπου βρίσκεται δοκιμαστικά, μοιάζει να κινδυνεύει.
Η αληθινή ζωή της μοιάζει έτοιμη να ξεκινήσει, και με τις λέξεις «αληθινή ζωή» στην περίπτωση της Φράνσις, δεν μπορεί παρά να περιγραφεί μια σειρά από εμπόδια, δυσκολίες απογοητεύσεις. Ομως η ίδια είναι ένας τόσο θετικός χαρακτήρας (ή για κάποιους απλά ανώριμη κι ανεύθυνη), που δεν μπορεί παρά να βλέπει λίγο πιο μακριά και να παίρνει το κάθε τι όπως έρχεται: όχι σαν μια μικρή τραγωδία, μα σαν ένα απλό παραπάτημα. Αμέσως μετά, ακολουθεί ένα βήμα ακόμη.
2
Και το φιλμ του Μπόμπακ σε κάνει να πιστεύεις πως ακριβώς έτσι θα έπρεπε να βλέπουμε όλοι μας τη ζωή. Σαν μια συνεχή ροή από στιγμιότυπα, που άλλα είναι υπέροχα, τα περισσότερα είναι ίσως στραβά, μα όλα περνούν γρήγορα και κάτι άλλο έρχεται να τα αντικαταστήσει.
Η ερμηνεία της Γκέργουϊκ παίζει επίσης μεγάλο ρόλο στο πόσο πετυχημένα αποδίδεται η νοοτροπία της ηρωίδας της στην οθόνη, το πόσο πειστική γίνεται μια συμπεριφορά που δεν μοιάζει να πατά σε κανενός είδους λογική. Γεμάτη με θετική ενέργεια, με μια αμηχανία που αγαπάς, με έναν τρόπο που συχνά την οδηγεί να βάζει η ίδια τρικλοποδιές στον εαυτό της, η Φράνσις απέχει πολύ από έναν ιδανικό χαρακτήρα. Κι ακριβώς γι αυτό σε κερδίζει ξανά και ξανά.
2
Με τον ίδιο τρόπο, η σκηνοθεσία του Μπόμπακ ακολουθεί την ενέργεια της ηρωίδας της, με έναν ρυθμό που περπατά στα βήματά της. Γρήγορος, κοφτός, μα πάντα πρόθυμος να πατήσει το pause στις στιγμές που χρειάζεται. Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο, η ταινία έχει κάτι από τον ανέμελο αέρα ενός φιλμ της γαλλικής νουβέλ βαγκ, κι ένα ταξίδι της Φράνσις στο Παρίσι καθώς και οι μουσικές του Ζορζ Ντελερί που χρησιμοποιούνται συχνά, σίγουρα βοηθούν μια τέτοια αίσθηση να εδραιωθεί.
Ομως ακόμη κι έτσι και παρά τις όποιες αναφορές της, η «Frances Ha» δεν είναι απλά μια ταινία των ημερών μας, αλλά κι ένα φιλμ που έχει την δική του ιδιοσυγκρασία, την δική του ταυτότητα και τον δικό του χαρακτήρα. Και είναι όλα ακαταμάχητα και απολαυστικά. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ www.flix.gr
Η Φράνσις είναι μια κοπέλα που ζει «στο περίπου», αλλά το απολαμβάνει σαν το πιο συναρπαστικό ταξίδι εξερεύνησης.
Ο Νόα Μπόμπακ είναι ο σκηνοθέτης που εξακολουθεί να μς κάνει να βρίσκουμε ενδιαφέρον και γοητεία στον ανεξάρτητο αμερικανικό κινηματογράφο κι εδώ, με συνεργάτιδα την Γκρέτα Γκέργουιγκ στο σενάριο, το σινεμά του αποκτά τη γυναικεία χάρη που λειαίνει τις αιχμές.
Επιλέγοντας να κινηματογραφήσει τη Νέα Υόρκη ασπρόμαυρη, μέσα από τις εμπειρίες και τους μονολόγους μιας γοητευτικής και ταυτόχρονα δυσλειτουργικής κοπέλας, ο Μπόμπακ αυτόματα παραπέμπει σ’ έναν παλαιότερο Γούντι Αλεν, όμως η ταινία του την ίδια στιγμή αποκαλύπτει πώς θα ήταν αν ο Ερίκ Ρομέρ γύριζε ένα πετυχημένο φιλμ στην Αμερική.
Οσες ατέλειες έχει η Φράνσις, τόσες στιγμές τελειότητας πετυχαίνει το φιλμ, με κύριο ατού τη γεμάτη άγαρμπες γωνίες και εκθαμβωτική ακτινοβολία πρωταγωνίστριά του.
Στα χέρια του Μπόμπακ και της Γκέργουιγκ το σενάριο όχι απλώς παίρνει ζωή, αλλά χαρίζει μιάμιση ώρα αποκαλυπτικής ειλικρίνειας σ’ έναν κόσμο που θα ευχόσουν να κρατήσει για πάντα.
Σε μια περίοδο τόσο δύσκολη και ζοφερή όσο η σημερινή, μοιάζει απρόσμενο δώρο μια μικρή υπενθύμιση ότι η ζωή κυλά κι όποιος τρέξει από πίσω της θα βγει και χαμένος αλλά και νικητής. Τόσο μαγική όσο η χαρά της κοριτσίστικης ανεξαρτησίας και τόσο πειστική όσο το ότι αν παραπατήσεις στο πεζοδρόμιο, μπορείς, απλώς, να σηκωθείς, το «Frances Ha» είναι η επιτακτική… «αντιταινία», καθόλου επίκαιρη, αλλά διαχρονική και αναζωογονητική όσο η ομορφότερη βόλτα στο πάρκο.
ΛΗΔΑ ΓΑΛΑΝΟΥ - ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Γεννημένοι Ξανά
The Bling Ring - ΟΙ ΥΠΟΠΤΟΙ ΦΟΡΟΥΣΑΝ ΓΟΒΕΣ