Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014


Η Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών Αμυνταίου σας καλεί στην βραδιά σατιρικής Ποίησης που διοργανώνει την Παρασκευή, 21 Μαρτίου και ώρα 21:00 στο café STATUS στο Αμύνταιο.
Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα της ποίησης σας καλούμε να συμμετέχετε σε μια βραδιά που εκτός από απαγγελίες σατιρικών ποιημάτων περιλαμβάνει εικαστικά δρώμενα, ειδικές προβολές, την συμμετοχή της φιλαρμονικής του δήμου Αμυνταίου με ειδικό πρόγραμμα, stand up comedy και έντεχνη σατιρική μουσική.

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Μετά από την επικράτηση της στην ψηφοφορία που προηγήθηκε, το Σάββατο 15 Μαρτίου στις 21:00 & την Κυριακή 16 Μαρτίου στις 19:00 θα παρακολουθήσουμε την ταινία:


Frances Ha 


Σκηνοθεσία : Noah Baumbach
Σενάριο :  Noah Baumbach,Greta Gerwig
Φωτογραφία: Sam Levy
Παίζουν :  Greta Gerwig  
Mickey Sumner                   
Sophie Levee
Michael Esper           
Adam Driver               
Lev Shapiro
Michael Zegen 
Χωρα Παραγωγής : ΗΠΑ
Ετος Παραγωγής : 2012
Γλώσσα : Αγγλικά
Διαρκεια : 86΄





Η Φράνσις ζει στη Νέα Υόρκη, αλλά δεν έχει διαμέρισμα. 
Η Φράνσις βοηθάει σε μια ακαδημία χορού, αλλά δεν είναι χορεύτρια. 
Η Φράνσις έχει μια καλή φίλη, τη Σόφι, αλλά δεν μιλάνε πια μεταξύ τους. 
Η Φράνσις ρίχνεται με ορμή στα όνειρά της, ακόμα κι όταν η πραγματικότητα της δείχνει να μην το κάνει. 
Η Φράνσις θέλει πολύ περισσότερα από αυτά που έχει, αλλά ζει τη ζωή της με ασύδοτη χαρά κι ελαφρότητα.
Η Φράνσις ειναι τελικά μια αισιόδοξη ταινία...


Δεν είναι ούτε κορίτσι, ούτε γυναίκα. Είναι ανώριμη, γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος να παραμείνει αθώα. Είναι παρορμητική, ευαίσθητη και αυθόρμητη. Έχει το θράσος να πιστεύει πως όλα βαίνουν καλώς ακόμα και όταν τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο. Ενθουσιάζεται  εύκολα και όταν στεναχωριέται μεθάει. Είναι απένταρη και φιλοξενείται σε σπίτια γνωστών, όμως αυτό δεν την εμποδίζει να κάνει το τραπέζι στο φλερτ της. Χορεύει ευτυχισμένη, τρέχει ανέμελη στους δρόμους της Νέας Υόρκης και ,όταν σκοντάφτει και πέφτει, σηκώνεται με μιας για να εξακολουθήσει στον ίδιο πυρετώδη ρυθμό με την ίδια ακατάβλητη ορμή για ζωή. Ονομάζεται Φράνσις , είναι ένα άτομο μοναδικό, που δεν αντιστοιχεί σε έναν τύπο ανθρώπου και για αυτό οι αντιδράσεις της μας φαίνονται τόσο παιδιάστικες, τόσο δυσερμήνευτες .Ο Μπάουμπαχ δε μας καλεί να εντοπίσουμε γύρω μας αυτή τη σπάνια ράτσα, ζητά μονάχα να βυθιστούμε στο κάθισμα και να παρατηρήσουμε αυτό το ανεπανάληπτο φαινόμενο ενός πλάσματος που ζει σε αρμονία με τον εσωτερικό του δαίμονα. Η Φράνσις είναι ταυτόχρονα ηρωίδα και θύμα της καθημερινότητας, θριαμβεύτρια και ηττημένη της ζωής. Οι φίλοι την προδίδουν επώδυνα, οι σχέσεις της καταρρέουν, τα όνειρα αρχίζουν να ξεθωριάζουν και να φαίνονται απλησίαστα, τα οικονομικά περιθώρια στενεύουν εκείνη όμως πάντα ξεπερνά γρήγορα τις απογοητεύσεις και αισιοδοξεί, περισσότερο υπακούοντας σε έναν προσωπικό κανόνα και λιγότερο λόγω αφέλειας. Το ασπρόμαυρο που επιλέγει ο Μπάουμπαχ έρχεται  να ξεχωρίσει τη Φράνσις ως την μόνη πολύχρωμη κουκίδα σε ένα βαρετό σύμπαν. Το “Frances Ha” πετυχαίνει να είναι ελαφρύ σαν πούπουλο χωρίς ποτέ να φανεί άδειο, χαρίζει στο θεατή με τη γλυκύτητά της μια αναζωογονητική αίσθηση και έρχεται να επιβεβαιώσει το σαιξπηρικό «η ζωή είναι γεμάτη οργή και θόρυβο που τελικά δε σημαίνουν τίποτα».
                                                                                               Θοδωρής Τσομίδης   "φιλμ νουαρ" 


Μια γνώμη :
"Αν θέλεις να θυμηθείς πώς είναι να δακρύζεις από την ομορφιά μιας ταινίας, μονάχα με το χιούμορ, την απλότητα και μια σιγουριά βιωμένα ανθρώπινου, δοκίμασε να γνωρίσεις τούτη τη Φράνσις. Θα σε κάνει να βγεις από την αίθουσα με ένα φαρδύ, πλατύ… «χα!» στο πρόσωπό σου. Αν ο άδειος εαυτός σου ή ο «διανοουμενέ» κυνισμός δε σου επιτρέπει να αισθάνεσαι στο σινεμά, προσπερνάς."

Ηλίας Φραγκούλης www.freecinema.gr

4 σχόλια:

Seven Films είπε...
Η Φράνσις ζει στη Νέα Υόρκη, σχεδόν δεν έχει δικό της διαμέρισμα, νομίζει ότι είναι επαγγελματίας χορεύτρια αλλά δε χορεύει και τόσο καλά, λέει πως προτιμά να κάνει έρωτα και όχι σεξ αλλά είναι single, αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται. C’ est la vie. La-di-da, la-di-da, la la!

Η Φράνσις είναι 27 χρονών. Δείχνει μεγαλύτερη, αλλά συμπεριφέρεται τόσο «ανώριμα». Περνάει αυτή τη φάση, κατά τη διάρκεια της οποίας πρέπει να μεγαλώσει. Να βρει τη θέση της, σε μια συντροφική αγκαλιά, σε ένα σπιτικό, στην κοινωνία. Αλλά είναι «undateable», πάντα μοιράζεται ένα διαμέρισμα με φίλους γιατί τα οικονομικά της δεν επιτρέπουν κάτι διαφορετικό και, αν και αγαπά το χορό, δεν έχει απολύτως κανένα μέλλον ως χορεύτρια. Δεν είναι ο ιδανικός χαρακτήρας με τον οποίο θα επεδίωκες να πιάσεις φιλίες ή να κάνεις μια σοβαρή σχέση, όμως, είναι μια ηρωίδα που θα αισθανθείς να αναπνέει δίπλα σου στο κάθισμα του σινεμά.

Η ταινία ξεκινά δίχως τα παραμικρά credits ή τίτλο και γρήγορα μαρτυρά δύο – προφανείς – αγάπες του Νόα Μπάουμπαχ που θα κάνουν τους φανατικούς κινηματογραφόφιλους να μειδιάσουν από ευχαρίστηση: τις μουσικές του Ζορζ Ντελρί από το σύμπαν των εικόνων τού Φρανσουά Τριφό και το ταιριαστό μαυρόασπρο μιας Νέας Υόρκης σχεδόν… γουντιαλενικής. Για την ακρίβεια, είναι λες και ο Άλεν μπήκε στο σώμα του Τριφό την περίοδο που θα γύριζε το «Manhattan», αλλά ξέχασε να βάλει μέσα τον εαυτό του και τις νευρώσεις του! Η Φράνσις δεν είναι ένας θηλυκός κλώνος των αυτοβιογραφικών χαρακτηριστικών του Άλεν, ούτε και το φιλμ αποτελεί μια τόσο εύκολη αναφορά στη γαλλική nouvelle vague. Η «Frances Ha» έχει μια δική της, σημερινή ιδιοσυγκρασία που τρέχει σε δικούς της ρυθμούς, αρκετά αβίαστα, όχι σα να την κυνηγάει η εποχή της αλλά σα ν’ ακολουθεί από συνήθεια αυτή τη ρουτίνα των αποσπασματικών στιγμών της κάθε μέρας.

Όπου κι αν βρεθεί, στη Νέα Υόρκη, το Σακραμέντο ή και το… Παρίσι, η Φράνσις είναι η ίδια αφελής απόγονος της Νταϊάν Κίτον σε συνδυασμό με τη slacker-ιά των 90′s και την – χωρίς έγνοιες για το μέλλον – απάθεια των σημερινών hipsters. Κυρίως, όμως, το αιώνιο παιδί που θα σκοντάψει και θα πέσει, θα σηκωθεί και δε θα καταλάβει πως ματώνει (όπως στην… άκυρη σκηνή της αναζήτησης ενός ΑΤΜ). Μέσα της, ποτέ δε θα ματώσει η Φράνσις. Γιατί ζει με μια ελευθερία και τον αυθορμητισμό τού απόλυτου τώρα, με άγνοια απέναντι σε συνέπειες (είναι φτωχή, αλλά θα χρεώσει μια πιστωτική με εισιτήριο για υπερατλαντικό ταξίδι… ενός weekend!) και απίστευτες άμυνες καταπολέμησης του… δράματος. Δεν είναι αξιολύπητη ή κατεστραμμένη (δεν κατοικεί σε ευρωπαϊκή ταινία, γι’ αυτό…), είναι ένας άνθρωπος αδέξια ευτυχισμένος. Κι αυτό σε αφοπλίζει.

Μακρινός συγγενής και του αγορίστικου «Superbad», ίσως, αλλά το φιλμ του Μπάουμπαχ δεν επιχειρεί να σηκώσει τη σημαία μιας κάποιας generation now και να κλάψει για τα νιάτα που χάνει. Η Φράνσις είναι 27. Βρίσκεται σ’ αυτή τη μετάβαση της ένταξης, μπορεί να τα καταφέρει, να χάσει ή… να χαθεί (διπλής ανάγνωσης ήττα αυτή). Λίγο πριν από το φινάλε και την εμφάνιση των credits, ο δημιουργός του φιλμ αποκαλύπτει το «μυστικό» του τίτλου. Δεν είναι κάτι μαγικό, φιγουρατζίδικα πολύπλοκο ή σημαντικό. Είναι ένα κλείσιμο του ματιού. Αισιόδοξο. Η «Frances Ha» δεν είναι ένα αριστούργημα, όπως και η ηρωίδα της δεν είναι ένας τέλειος άνθρωπος. Είναι, όμως, μια από εκείνες τις ταινίες που σε κάνουν να θέλεις να συνεχίσεις να ζεις. Αρκεί να… ζεις.

Ηλίας Φραγκούλης www.freecinema.gr
Seven Films είπε...
Πιο πολύ κι από μια ακόμα ωδή στη Νέα Υόρκη, ο Νόα Μπάουμπαχ προσφέρει ένα εγκάρδιο δώρο στην πρωταγωνίστρια (και συν-σεναριογράφο) Γκρέτα Γκέρβιγκ, μια νεότερη εκδοχή της Annie Hall του Γούντι Άλεν, ένα αξιαγάπητο «γυναικορίτσι», ιδανικό κράμα αντιθέσεων: συμπαθής και εκνευριστική, γεμάτη διάθεση για ζωή αλλά κωμικά άτυχη, άτσαλη και ψαγμένη, σαχλή μα γενναιόδωρη, ματαιόδοξη και επώδυνα ειλικρινής, άκυρη γκόμενα, όπως τη «βαφτίζει» ο ένας από τους δυο συγκατοίκους της, αλλά γήινα ρομαντική, στην προσπάθειά της να συλλάβει εκείνη την σπάνια, μαγική στιγμή όπου δυο βλέμματα συναντιούνται και συνεννοούνται σιωπηλά στον δικό τους χωροχρόνο, μακριά από τους παρείσακτους και τους αδιάκριτους. Η Φράνσις φιλοδοξεί να γίνει χορεύτρια, αλλά βασικά δοκιμάζεται από την ανεργία και τα έξοδα. Ο γκόμενος την παρατάει, η κολλητή της μετακομίζει, οι γονείς της τσοντάρουν και τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά, ωστόσο το ηθικό της δεν κάμπτεται εύκολα, χάρη στην αισιοδοξία της. Ως άλλο Bande a Part (κλείσιμο του ματιού στον Γκοντάρ και το γαλλικό Νέο Κύμα), βρίσκει κατάλυμα και καταφύγιο σε δυο νέα αγόρια. Οι στιγμές της καθημερινότητάς τους με αστεία, ανία και αυτό το σκότωμα χρόνου που είναι ίδιον της νεότητας γίνεται το κεντρικό μοτίβο της ταινίας. Ο Μπάουμπαχ απογυμνώνει την καθημερινότητα της Φράνσις Χα από το χρώμα της πόλης, δίνοντας έμφαση στη διαδοχή των καταστάσεων που της συμβαίνουν σαν τυχαία ενσταντανέ διαφορετικών ταχυτήτων: εκεί που βουλιάζει στον καναπέ βλέποντας ότι να ’ναι, τρέχει στον δρόμο κάνοντας πιρουέτες, κι ενώ αποφασίζει, σε πείσμα των περιορισμένων οικονομικών της, να πεταχτεί στο Παρίσι για ένα Σαββατοκύριακο, το ταξίδι καταλήγει σε μια σειρά μοναχικών περιπάτων, με τη Φράνσις έρμαιο του τζετ-λαγκ και της κακής περιαγωγής στο κινητό. Η διαφορά του Μπάουμπαχ από τον Γούντι Άλεν είναι πως το δικό του Μανχάταν δεν είναι μια εξιδανικευμένη μητρόπολη βγαλμένη από το παλιό σινεμά, όπου μπορείς να συναντήσεις από γκάνγκστερ και μοιραίες γυναίκες μέχρι τον Μάρσαλ Μακλούαν. Όσο κι αν η Φράνσις την αγαπάει σαν το σπίτι της (τους παλιούς ουρανοξύστες, όπως αναφέρει), δεν παύει να είναι μια μόνιμη πηγή άγχους και απογοήτευσης, όπως όλες οι σύγχρονες πόλεις. Η μόνη προοπτική της είναι η καλή της καρδιά και, παρά τις down στιγμές της, η διάθεση να μείνει ζωντανή στο παιχνίδι και να προσπαθήσει για κάτι καλύτερο. Απέναντι στα πρότυπα των σέξι σταρ και των νέων κοριτσιών του Χόλιγουντ όπως η Τζένιφερ Λόρενς, η Γκρέτα Γκέρβιγκ ίσως δεν γίνει ποτέ μια κλασική πρωταγωνίστρια (όπως διαπιστώσαμε από το κακορίζικο remake του Άρθουρ), αλλά με αυτό το φιλμ, όπως και στην προηγούμενη συνεργασία της με τον Μπάουμπαχ στο Greenberg, φαίνεται ικανή να συνδυάσει μια παλιομοδίτικη ευαισθησία με την αντίληψη μιας σύγχρονης αντι-ηρωίδας. Άλλωστε, και η Νταϊάν Κίτον στα χαρτιά δεν γέμιζε το μάτι, ώσπου της δόθηκαν οι κατάλληλες ευκαιρίες. Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος www.lifo.gr
Seven Films είπε...
Η Φράνσις και η καλύτερή της φίλη Σόφι, είναι όπως λένε «το ίδιο πρόσωπο αλλά με διαφορετικά μαλλιά». Συγκατοικούν, περνούν όλο τον καιρό τους μαζί, απολαμβάνουν η μία την παρέα της άλλης, είναι κατά τη δική τους παραδοχή σαν «ένα γερασμένο ζευγάρι λεσβίες που δεν κάνει πια σεξ».

Οι δυο τους μοιάζουν φτιαγμένες από το ίδιο υλικό με τα κορίτσια του «Girls», μοντέρνες νεοϋορκέζες, με «προβλήματα πρώτου κόσμου», μπερδεμένες σχέσεις, γερή δόση ειρωνείας απέναντι στον κόσμο και τις ίδιες.

Κι όμως στα χέρια του Μπόμπακ και της Γκρέτα Γκέργουϊκ που υπογράφει μαζί του το σενάριο, δεν μοιάζουν στο ελάχιστο με κινούμενα κλισέ, αλλά με δυο αληθινά κορίτσια που σίγουρα δεν είναι τέλεια, αλλά δεν παύουν να είναι αξιαγάπητα.

2

Μόνο που σύντομα η Σόφι θα βρει μια συγκάτοικο με ένα διαμέρισμα στον αγαπημένο της δρόμο στην Τραϊμπέκα, η Φράνσις θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σπίτι τους, την ίδια στιγμή που η θέση της στην ομάδα χορού όπου βρίσκεται δοκιμαστικά, μοιάζει να κινδυνεύει.

Η αληθινή ζωή της μοιάζει έτοιμη να ξεκινήσει, και με τις λέξεις «αληθινή ζωή» στην περίπτωση της Φράνσις, δεν μπορεί παρά να περιγραφεί μια σειρά από εμπόδια, δυσκολίες απογοητεύσεις. Ομως η ίδια είναι ένας τόσο θετικός χαρακτήρας (ή για κάποιους απλά ανώριμη κι ανεύθυνη), που δεν μπορεί παρά να βλέπει λίγο πιο μακριά και να παίρνει το κάθε τι όπως έρχεται: όχι σαν μια μικρή τραγωδία, μα σαν ένα απλό παραπάτημα. Αμέσως μετά, ακολουθεί ένα βήμα ακόμη.

2

Και το φιλμ του Μπόμπακ σε κάνει να πιστεύεις πως ακριβώς έτσι θα έπρεπε να βλέπουμε όλοι μας τη ζωή. Σαν μια συνεχή ροή από στιγμιότυπα, που άλλα είναι υπέροχα, τα περισσότερα είναι ίσως στραβά, μα όλα περνούν γρήγορα και κάτι άλλο έρχεται να τα αντικαταστήσει.

Η ερμηνεία της Γκέργουϊκ παίζει επίσης μεγάλο ρόλο στο πόσο πετυχημένα αποδίδεται η νοοτροπία της ηρωίδας της στην οθόνη, το πόσο πειστική γίνεται μια συμπεριφορά που δεν μοιάζει να πατά σε κανενός είδους λογική. Γεμάτη με θετική ενέργεια, με μια αμηχανία που αγαπάς, με έναν τρόπο που συχνά την οδηγεί να βάζει η ίδια τρικλοποδιές στον εαυτό της, η Φράνσις απέχει πολύ από έναν ιδανικό χαρακτήρα. Κι ακριβώς γι αυτό σε κερδίζει ξανά και ξανά.

2

Με τον ίδιο τρόπο, η σκηνοθεσία του Μπόμπακ ακολουθεί την ενέργεια της ηρωίδας της, με έναν ρυθμό που περπατά στα βήματά της. Γρήγορος, κοφτός, μα πάντα πρόθυμος να πατήσει το pause στις στιγμές που χρειάζεται. Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο, η ταινία έχει κάτι από τον ανέμελο αέρα ενός φιλμ της γαλλικής νουβέλ βαγκ, κι ένα ταξίδι της Φράνσις στο Παρίσι καθώς και οι μουσικές του Ζορζ Ντελερί που χρησιμοποιούνται συχνά, σίγουρα βοηθούν μια τέτοια αίσθηση να εδραιωθεί.

Ομως ακόμη κι έτσι και παρά τις όποιες αναφορές της, η «Frances Ha» δεν είναι απλά μια ταινία των ημερών μας, αλλά κι ένα φιλμ που έχει την δική του ιδιοσυγκρασία, την δική του ταυτότητα και τον δικό του χαρακτήρα. Και είναι όλα ακαταμάχητα και απολαυστικά. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ www.flix.gr
Seven Films είπε...
Η Φράνσις ζει στη Νέα Υόρκη: προσπαθεί να κρατήσει τη ζωή στα χέρια της κι ενώ αυτή κυλάει σαν άμμος ανάμεσα στα δάχτυλά της, εκείνη το αντιμετωπίζει σαν διασκεδαστικό παιχνίδι. Ενας τσακωμός την απομακρύνει από την κολλητή της. Μαζί με τη φίλη της χάνει και το διαμέρισμά της. Η δουλειά της δεν ταιριάζει ακριβώς ούτε στις επιθυμίες, ούτε στις ικανότητές της. Ο τέλειος γκόμενος της πηγαίνει λιγότερο από τα υπέροχα αξεσουάρ της.



Η Φράνσις είναι μια κοπέλα που ζει «στο περίπου», αλλά το απολαμβάνει σαν το πιο συναρπαστικό ταξίδι εξερεύνησης.



Ο Νόα Μπόμπακ είναι ο σκηνοθέτης που εξακολουθεί να μς κάνει να βρίσκουμε ενδιαφέρον και γοητεία στον ανεξάρτητο αμερικανικό κινηματογράφο κι εδώ, με συνεργάτιδα την Γκρέτα Γκέργουιγκ στο σενάριο, το σινεμά του αποκτά τη γυναικεία χάρη που λειαίνει τις αιχμές.



Επιλέγοντας να κινηματογραφήσει τη Νέα Υόρκη ασπρόμαυρη, μέσα από τις εμπειρίες και τους μονολόγους μιας γοητευτικής και ταυτόχρονα δυσλειτουργικής κοπέλας, ο Μπόμπακ αυτόματα παραπέμπει σ’ έναν παλαιότερο Γούντι Αλεν, όμως η ταινία του την ίδια στιγμή αποκαλύπτει πώς θα ήταν αν ο Ερίκ Ρομέρ γύριζε ένα πετυχημένο φιλμ στην Αμερική.



Οσες ατέλειες έχει η Φράνσις, τόσες στιγμές τελειότητας πετυχαίνει το φιλμ, με κύριο ατού τη γεμάτη άγαρμπες γωνίες και εκθαμβωτική ακτινοβολία πρωταγωνίστριά του.



Στα χέρια του Μπόμπακ και της Γκέργουιγκ το σενάριο όχι απλώς παίρνει ζωή, αλλά χαρίζει μιάμιση ώρα αποκαλυπτικής ειλικρίνειας σ’ έναν κόσμο που θα ευχόσουν να κρατήσει για πάντα.



Σε μια περίοδο τόσο δύσκολη και ζοφερή όσο η σημερινή, μοιάζει απρόσμενο δώρο μια μικρή υπενθύμιση ότι η ζωή κυλά κι όποιος τρέξει από πίσω της θα βγει και χαμένος αλλά και νικητής. Τόσο μαγική όσο η χαρά της κοριτσίστικης ανεξαρτησίας και τόσο πειστική όσο το ότι αν παραπατήσεις στο πεζοδρόμιο, μπορείς, απλώς, να σηκωθείς, το «Frances Ha» είναι η επιτακτική… «αντιταινία», καθόλου επίκαιρη, αλλά διαχρονική και αναζωογονητική όσο η ομορφότερη βόλτα στο πάρκο.
ΛΗΔΑ ΓΑΛΑΝΟΥ - ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ 

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Επανερχόμαστε μετά το μικρό αποκριάτικο διάλειμμα μας. Προβολή ταινίας στις 15 & 16 Μαρτίου 2014. Βοηθείστε μας να επιλέξουμε… Η ψηφοφορία λήγει στις 12 Μαρτίου 2014. Επιλέξτε πάνω δεξιά την ταινία της επιλογής σας και πιέστε vote… 

Frances Ha 


Σκηνοθεσία : Noah Baumbach
Σενάριο :  Noah Baumbach,Greta Gerwig
Φωτογραφία: Sam Levy
Παίζουν :  Greta Gerwig  
Mickey Sumner                   
Sophie Levee
Michael Esper           
Adam Driver               
Lev Shapiro
Michael Zegen 
Χωρα Παραγωγής : ΗΠΑ
Ετος Παραγωγής : 2012
Γλώσσα : Αγγλικά
Διαρκεια : 86΄



Η Φράνσις ζει στη Νέα Υόρκη, αλλά δεν έχει διαμέρισμα. 
Η Φράνσις βοηθάει σε μια ακαδημία χορού, αλλά δεν είναι χορεύτρια. 
Η Φράνσις έχει μια καλή φίλη, τη Σόφι, αλλά δεν μιλάνε πια μεταξύ τους. 
Η Φράνσις ρίχνεται με ορμή στα όνειρά της, ακόμα κι όταν η πραγματικότητα της δείχνει να μην το κάνει. 
Η Φράνσις θέλει πολύ περισσότερα από αυτά που έχει, αλλά ζει τη ζωή της με ασύδοτη χαρά κι ελαφρότητα.
Η Φράνσις ειναι τελικά μια αισιόδοξη ταινία...


Δεν είναι ούτε κορίτσι, ούτε γυναίκα. Είναι ανώριμη, γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος να παραμείνει αθώα. Είναι παρορμητική, ευαίσθητη και αυθόρμητη. Έχει το θράσος να πιστεύει πως όλα βαίνουν καλώς ακόμα και όταν τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο. Ενθουσιάζεται  εύκολα και όταν στεναχωριέται μεθάει. Είναι απένταρη και φιλοξενείται σε σπίτια γνωστών, όμως αυτό δεν την εμποδίζει να κάνει το τραπέζι στο φλερτ της. Χορεύει ευτυχισμένη, τρέχει ανέμελη στους δρόμους της Νέας Υόρκης και ,όταν σκοντάφτει και πέφτει, σηκώνεται με μιας για να εξακολουθήσει στον ίδιο πυρετώδη ρυθμό με την ίδια ακατάβλητη ορμή για ζωή. Ονομάζεται Φράνσις , είναι ένα άτομο μοναδικό, που δεν αντιστοιχεί σε έναν τύπο ανθρώπου και για αυτό οι αντιδράσεις της μας φαίνονται τόσο παιδιάστικες, τόσο δυσερμήνευτες .Ο Μπάουμπαχ δε μας καλεί να εντοπίσουμε γύρω μας αυτή τη σπάνια ράτσα, ζητά μονάχα να βυθιστούμε στο κάθισμα και να παρατηρήσουμε αυτό το ανεπανάληπτο φαινόμενο ενός πλάσματος που ζει σε αρμονία με τον εσωτερικό του δαίμονα. Η Φράνσις είναι ταυτόχρονα ηρωίδα και θύμα της καθημερινότητας, θριαμβεύτρια και ηττημένη της ζωής. Οι φίλοι την προδίδουν επώδυνα, οι σχέσεις της καταρρέουν, τα όνειρα αρχίζουν να ξεθωριάζουν και να φαίνονται απλησίαστα, τα οικονομικά περιθώρια στενεύουν εκείνη όμως πάντα ξεπερνά γρήγορα τις απογοητεύσεις και αισιοδοξεί, περισσότερο υπακούοντας σε έναν προσωπικό κανόνα και λιγότερο λόγω αφέλειας. Το ασπρόμαυρο που επιλέγει ο Μπάουμπαχ έρχεται  να ξεχωρίσει τη Φράνσις ως την μόνη πολύχρωμη κουκίδα σε ένα βαρετό σύμπαν. Το “Frances Ha” πετυχαίνει να είναι ελαφρύ σαν πούπουλο χωρίς ποτέ να φανεί άδειο, χαρίζει στο θεατή με τη γλυκύτητά της μια αναζωογονητική αίσθηση και έρχεται να επιβεβαιώσει το σαιξπηρικό «η ζωή είναι γεμάτη οργή και θόρυβο που τελικά δε σημαίνουν τίποτα».
                                                                                               Θοδωρής Τσομίδης   "φιλμ νουαρ" 


Μια γνώμη :
"Αν θέλεις να θυμηθείς πώς είναι να δακρύζεις από την ομορφιά μιας ταινίας, μονάχα με το χιούμορ, την απλότητα και μια σιγουριά βιωμένα ανθρώπινου, δοκίμασε να γνωρίσεις τούτη τη Φράνσις. Θα σε κάνει να βγεις από την αίθουσα με ένα φαρδύ, πλατύ… «χα!» στο πρόσωπό σου. Αν ο άδειος εαυτός σου ή ο «διανοουμενέ» κυνισμός δε σου επιτρέπει να αισθάνεσαι στο σινεμά, προσπερνάς."

Ηλίας Φραγκούλης www.freecinema.gr

Η αγάπη δεν έρχεται μόνη




Η ΑΓΑΠΗ ΔΕΝ ΕΡΧΕΤΑΙ ΜΟΝΗ
(Un bonheur n'arrive jamais seul)
Σκηνοθεσία James Huth
Σενάριο : James Huth & Sonja Shillito  
Φωτογραφία: Stéphane Le Parc
Παίζουν : Gad Elmaleh,   Sophie Marceau,   Maurice Barthélémy, François Berléand ,Michaël Abiteboul, Julie-Anne Roth
Χωρα Παραγωγής : Γαλλία
Ετος Παραγωγής : 2012
Γλώσσα : Γαλλικά – Αγγλικά
Διαρκεια : 110
Εγχρωμο









ΣΥΝΟΨΗ

Ο Σάσα είναι ένας ταλαντούχος πιανίστας της τζαζ, που αρνείται να πάρει τη ζωή στα σοβαρά. Αγαπά τους φίλους του, το πιάνο του και… τα πάρτι! Τα βράδια εργάζεται σε ένα κλαμπ, όπου του αρέσει να φλερτάρει με όμορφα κορίτσια. Ζει για την κάθε στιγμή, μόνο για την απόλαυση, χωρίς ευθύνες, χωρίς οικογένεια, χωρίς υποχρεώσεις. Η ζωή του θα αλλάξει απότομα, όταν θα γνωρίσει τη 40χρονη Σαρλότ, ένα βροχερό απόγευμα. Η Σάσα έχει τρία παιδιάκι ένα ζηλιάρη πρώην σύζυγοΠαρ’όλο που δε τον αγαπά πια, δυσκολεύεται να τον αφήσει, γιατί της προσφέρει ασφάλεια. Ο Σάσα και η Σαρλότ, φαινομενικά δεν έχουν τίποτα κοινό, μπορεί όμως πολύ απλά να είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο.




Trivia

Τη μουσική για την ταινία έχει συνθέσει ο Μπρούνο Κουλαί. Στους τίτλους αρχής τα χέρια που βλέπουμε στο πιάνο είναι αυτά του Πιερ-Ιβ Πλα, κι όχι του Γκαντ Ελμαλέχ.

Οι αυτοσχεδιασμοί του Σάσα είναι συνήθως παραλλαγές κλασικών αριστουργημάτων όπως τα Fantaisie-Impromptu του Σοπέν, τα Revolutionary Study και Turkish March του Μότζαρτ κ.ά.

Τη γιαγιά του Σάσα, ερμηνεύει η 94χρονη θεία του.

Κατά τη διάρκεια της ταινίας, γίνονται πολλές αναφορές στις «Αριστόγατες», ενώ ο ίδιος ο σκηνοθέτης τη θεωρεί τη μοντέρνα εκδοχή της κλασικής ταινίας κινουμένων σχεδίων της Disney.

Ο ρόλος του Σάσα δόθηκε στο Γκαντ Ελμαλέχ, μετά από παρότρυνση της συζύγου και συν-σεναριογράφου του Τζέιμς Χιουθ, Σόνια Σιλίτο.



" Το Παρελθόν " του Asghar Farhadi



Le passé


απο 10 Οκτωβρίου στους κινηματογράφους 

Σκηνοθεσία: Asghar Farhadi
Σενάριο : Asghar FarhadiMassoumeh Lahidji
Φωτογραφία : Mahmoud Kalari
Μουσικη : Evgueni  & Youli Galperine
Παίζουν : Bérénice BejoTahar RahimAli Mosaffa
Χωρα Παραγωής : Γαλλία
Ετος Παραγωγής : 2013
Γλώσσα : Γαλλικά & Περσικά
Διαρκεια : 130’
Εγχρωμο 



Βραβεια- Συμμετοχές :

66 Cannes Film Festival: Prix d’interpretation feminine Berenice BEJO
66 Cannes Film Festival επίσημο διαγωνιστικό , υποψήφιο για Palme dOr

 

Περίληψη :

Ένας Ιρανός που ζει στη Γαλλία αντιμετωπίζει προβλήματα με τη γαλλίδα σύζυγο του κι αποφασίζει να την  εγκαταλείψει μαζί και  τα δυο τους παιδιά και να επιστρέψει στον Ιράν. Οσο αυτός βρίσκεται μόνος στην πατρίδα του, η σύζυγος του αρχίζει να βλέπει κάποιον άλλον και του γράφει πως θέλει διαζύγιο. Αυτό αναγκάζει τον άντρα να επιστρέψει, για να δει τη σύζυγο αλλά και τα παιδιά του στο πλάι κάποιου άλλου.




Ο Asghar Farhadi σχολιάζει:

« Ο  Ahmad είναι ένα είδος καταλύτη. Ωθεί τα άλλα πρόσωπα να μιλούν, να λένε όσα ήταν ανείπωτα για πολύ καιρό. Όμως αυτό δεν είναι κάτι που το συνειδητοποιεί. Μια από τις αποφάσεις μου ήταν οι χαρακτήρες να μην προσδιορίζονται από την εθνικότητα τους. Η συμπεριφορά τους καθορίζεται από την κατάσταση που βιώνουν. Σε μια κρίση, οι διαφορές τείνουν να εξαφανίζονται.
Η Marie είναι η περισσότερο αποφασισμένη να προχωρήσει μπροστά και να μην κολλήσει στο παρελθόν. Όμως, ποιος ξέρει αν θα τα καταφέρει; Οι άνδρες είναι αυτοί που πιο πολύ δυναστεύονται από το παρελθόν. Στην τελευταία σκηνή με την Marie, αυτή προχωρά προς τα μας, προς την κάμερα. Ο Ahmad είναι πίσω της και του λέει: «Δεν θέλω πια να κοιτάξω πίσω». Και μετά γυρνά την πλάτη της στην κάμερα και σε μας στους θεατές. Και μας αφήνει πίσω. Υπ’ αυτήν την έννοια είναι ο πιο προοδευτικός χαρακτήρας της ταινίας. Δεν ξέρω γιατί σ’ όλες τις ταινίες μου οι γυναίκες έχουν τέτοιους ρόλους. Το ίδιο γίνεται και στην ταινία A Separation».




Γιά την εμπειρία της σκηνοθεσίας σε έναν ξένο τόπο:

«Ήμουν πολύ προσεκτικός για να μην καταστρέψω την ιστορική πτυχή της αρχιτεκτονικής του Παρισιού, να μην να έχω μια τουριστική προσέγγιση του χώρου. Αποφάσισα σε πολύ πρώιμο στάδιο, ότι το σπίτι του κύριου χαρακτήρα, στο οποίο ένα μεγάλο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται, θα είναι στα προάστια και το Παρίσι θα εμφανίζεται στο παρασκήνιο, -αυτό ήταν δεδομένο. Η παγίδα για τους σκηνοθέτες που εργάζονται σε ένα περιβάλλον που δεν γνωρίζουν είναι να αναδεικνύουν στην ταινία ότι τους τραβά την προσοχή. Εγώ προσπάθησα να κάνω το αντίθετο. Επειδή ήμουν γοητευμένος από την αρχιτεκτονική της πόλης, αποφάσισα να κοιτάξω πέρα από αυτό και να προσεγγίσω κάτι άλλο».




«Όλες οι ιστορίες μου είναι δομημένες μ’ ένα μη-γραμμικό τρόπο. Δεν πάνε από το σημείο Α στο σημείο Β. Πάντα υπάρχουν πολλές ιστορίες που αναπτύσσονται παράλληλα, και συναντιούνται σε μια κοινό χώρο. Εδώ είχα την ιστορία αυτού του ανθρώπου που έχει ζήσει μακριά από τη γυναίκα του, για κάποια χρόνια, και τώρα γυρνά πίσω για να οριστικοποιήσει το διαζύγιο τους. Μετά, υπάρχει η ιστορία ενός άνδρα με μια γυναίκα σε κώμα, ο οποίος θα πρέπει να αναλάβει τη φροντίδα του παιδιού του. Αυτά αναπτύσσονται ξεχωριστά και στη συνέχεια συγκλίνουν σε μια ενιαία κατάσταση. Γράφω διαισθητικά. Ξεκινώ με μια σύνοψη και αμέσως την αμφισβητώ, προσπαθώντας να μάθετε περισσότερα με ασήμαντες πληροφορίες. Επειδή γνωρίζω ότι αυτός έχει έρθει για να πάρει ένα διαζύγιο, αναρωτιέμαι γιατί έφυγε πριν από τέσσερα χρόνια; Και τώρα που έχει επιστρέψει στο σπίτι της συζύγου του, τι πρόκειται να συμβεί εκεί; Έτσι, πολλά ερωτήματα αναδύονται από αυτές τις λίγες γραμμές και οι οποίες με την απάντησή τους, κατασκευάζουν την ιστορία της ταινίας».


Για  την παρουσία των  παιδιών στις ταινίες του:


«Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν είμαι σε θέση να κάνω μια ταινία χωρίς να υπάρχει σ’ αυτήν ένα παιδί. Ωστόσο είναι δύσκολο να εργαστεί κάποιος με παιδιά. Αλλά θεωρώ η παρουσία τους στην ταινία ανοίγει την ατμόσφαιρα της ταινίας σε επιδράσεις και συναισθήματα,  κάτι που προσθέτει ένα επίπεδο ειλικρίνειας σε αυτήν. Στις ταινίες μου, τα παιδιά δεν ψεύδονται, εκτός αν είναι κάτω από την πίεση των ενηλίκων».




Κριτικές :

Μια κριτική του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου

«Εκκίνησε πριν από μία δεκαετία και έκανε τους πάντες να... ξεχάσουν διακεκριμένους συμπατριώτες του, ακόμα και τον πατριάρχη του σινεμά της χώρας του, Αμπάς Κιαροστάμι.
Φέτος λοιπόν μας πρόσφερε το “Παρελθόν”, το 2011 το πολύκροτο “Ένας χωρισμός”, το 2009 το συγκλονιστικό “Τι απέγινε η Έλι”. Το 2006 γύρισε τα πολύ καλά “Πυροτεχνήματα την Τετάρτη”. Το 2004 έκανε την “Όμορφη πόλη”, ενώ ξεκίνησε το 2003 με το “Χορεύοντας στη σκόνη”. Βέβαια, το ότι η Δύση ανακαλύπτει τον Φαρχαντί έχει να κάνει, πέραν της αξίας των ταινιών του, και με τη δηκτική κριτική που ασκεί στην κοινωνία και στην πολιτική διακυβέρνηση της χώρας του, στις προκαταλήψεις, στα στερεότυπα και στην απαγόρευση ενός πιο νεοτερικού τρόπου ζωής.

ΕΚΘΑΜΒΩΤΙΚΟ ΣΤΙΛ
Ο “Ένας χωρισμός” κέρδισε και το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Θεωρώ πως είναι βολικό για τις ΗΠΑ να έρχονται από το Ιράν τέτοιες ταινίες, που ουσιαστικά ενισχύουν τις αμερικανικές απόψεις για τη χώρα. Όλη αυτή η ιστορία είναι μια σύμπτωση προς εκμετάλλευση, μιας και το σκηνοθετικό στιλ του Φαρχαντί είναι εκθαμβωτικό. Οι ταινίες του θυμίζουν και νουάρ και Μπέργκμαν και Αντονιόνι, το στιλ του οποίου αξιοποιεί δημιουργικά.
Αυτή η ιστορία μου θυμίζει πολύ την περίπτωση Ταρκόφσκι της δεκαετίας του 1970. Χωρίς ο Ρώσος να είναι υπερεκτιμημένος, αγαπήθηκε και προωθήθηκε ιδιαίτερα στη Δύση όχι μόνο για τον έξοχο φορμαλισμό του, αλλά και για τη φιλοσοφία του πάνω στην πίστη και στον χριστιανισμό. Ο “Καθρέφτης” έγινε μύθος, και ενώ οι Σοβιετικοί πουλούσαν άλλες ταινίες προς 500 δολάρια, αυτή έφθανε τις 10.000. Πολλές φορές σε περιπτώσεις τέτοιων σκηνοθετών μπορεί να λειτουργήσει και μια πλειοδοσία κέρδους.

ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΔΙΕΝΕΞΕΙΣ
Ο “Χωρισμός” έκανε πολύ καλά εισιτήρια. Όσοι γνωστοί μου είδαν την ταινία, μου είπαν πως συγκλονίστηκαν. Δεν γνώριζα ακριβώς την προβληματική του Φαρχαντί, αλλά πήρα μια ουσιαστική γεύση με το “Τι απέγινε η Έλι”: η αναζήτηση, η έρευνα στο οικογενειακό άδυτο ξεχωρίζουν, μαζί με την ελλειπτικότητα και την αντονιονική αντίληψη της αλλοτρίωσης και της αποξένωσης. Τώρα μπορούμε να το ξεκαθαρίσουμε: τα “Πυροτεχνήματα την Τετάρτη”, ο “Χωρισμός”, το “Παρελθόν”, αναφέρονται σε διαζύγια, συζυγικές διενέξεις και άλλα παρόμοια δυτικά θέματα. Αυτό το σινεμά είναι τελείως διαφορετικό από εκείνο του Κιαροστάμι, ενώ ήδη και άλλοι δημιουργοί υπέγραψαν φιλμ που ασκούν κριτική στη λογική του συστήματος του Ιράν.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗ
Ο Φαρχαντί αναρριχήθηκε στην κορυφή χωρίς καμία στήριξη και με το καθεστώς να είναι εχθρικό απέναντί του, έχοντας αναπτύξει μια αμφίσημη σχέση μαζί του. Ενοχλείται από τη θεματική του, αλλά παράλληλα το Ιράν ακούγεται ως κινηματογραφία, δείχνει αισθητή υπεροπλία και κερδίζει ακόμα και τους Γάλλους.
Αν συγκρίνουμε τον δικό μας κινηματογράφο με του Ιράν, τότε δυστυχώς βλέπουμε πως ωχριά μπροστά του. Θα πρέπει ωστόσο να ξεκαθαρίσω πως από τότε που νέοι έλληνες δημιουργοί άρχισαν να γυρίζουν ταινίες γύρω από τη σήψη της οικογένειας, ξεφεύγοντας από τα τυπικά θέματα της λεγόμενης ελληνικότητας, διακρίθηκαν.
Ο Φαρχαντί καταφέρνει να πετύχει έναν ιδανικό συνδυασμό που αξίζει να καταγραφεί. Οι ταινίες του είναι κατανοητές αλλά και άψογα φορμαλιστικές. Παρουσιάζουν ενδιαφέρον προς παρακολούθηση, αλλά ασκούν και κριτική. Σαφώς είναι περιβεβλημένες με ένα σινεφίλ και πρωτότυπο στιλ.

ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ ΤΟΝ... ΚΟΣΜΟ
Παρ’ όλα όσα νομίζουμε, η δυτικοποίηση στα ήθη της ιρανικής κοινωνίας είναι φανερή. Όσο για το “Παρελθόν”, υπάρχουν αλλεπάλληλα ευρήματα, μια αφήγηση που καλύπτει μυστικά και ψέματα και ανατέμνει και πραγματιστικά και συμβολικά τα σωθικά της οικογένειας. Το εύρημα με το κώμα ενός ήρωα είναι μια σαφέστατη μετωνυμία.
Ο Φαρχαντί καταφέρνει και συνεχίζει ένα σινεμά που αγαπήσαμε και το είχαμε ξεχάσει. Θυμίζει κορυφαίους δημιουργούς και ιδίως τον Αντονιόνι. Να μην ξεχνάμε πως και ο ιταλός μετρ αγαπούσε ιδιαίτερα τη δομή του νουάρ, κάτι που τώρα ακολουθεί ο Ιρανός. Είναι σε μια ηλικία αρχόμενης ωριμότητας και αναμένεται να μας δώσει εξαιρετικές ταινίες στο μέλλον. Το σινεμά του Ιράν, δίνοντας την αίσθηση του “χειροποίητου”, μπορεί να γίνει ένα παράδειγμα σεναριακών ευρημάτων, θεμάτων και διαχείρισης. Σήμερα θεωρούν τον Φαρχαντί έναν από τους 100 ανθρώπους που επηρεάζουν τον κόσμο γενικά. Σημαντική επίδοση για έναν δημιουργό, που το σινεμά του συνεχώς απογειώνεται.»