Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Σας περιμένουμε λοιπόν το Σάββατο, 29/3 στις 21:00 & την Κυριακή, 30/3 στις 19:00 στο πνευματικό Κέντρο Αμυνταίου όπου, μετά την επικράτηση της στην ψηφοφορία που προηγήθηκε, θα παρακολουθήσουμε την ταινία: 

" Το Παρελθόν " του Asghar Farhadi

















Le passé

Σκηνοθεσία: Asghar Farhadi
Σενάριο : Asghar FarhadiMassoumeh Lahidji
Φωτογραφία : Mahmoud Kalari
Μουσικη : Evgueni  & Youli Galperine
Παίζουν : Bérénice BejoTahar RahimAli Mosaffa
Χωρα Παραγωής : Γαλλία
Ετος Παραγωγής : 2013
Γλώσσα : Γαλλικά & Περσικά
Διαρκεια : 130’
Εγχρωμο 


Βραβεια- Συμμετοχές :

66 Cannes Film Festival: Prix d’interpretation feminine Berenice BEJO
66 Cannes Film Festival επίσημο διαγωνιστικό , υποψήφιο για Palme dOr

 

Περίληψη :


Ένας Ιρανός που ζει στη Γαλλία αντιμετωπίζει προβλήματα με τη γαλλίδα σύζυγο του κι αποφασίζει να την  εγκαταλείψει μαζί και  τα δυο τους παιδιά και να επιστρέψει στον Ιράν. Οσο αυτός βρίσκεται μόνος στην πατρίδα του, η σύζυγος του αρχίζει να βλέπει κάποιον άλλον και του γράφει πως θέλει διαζύγιο. Αυτό αναγκάζει τον άντρα να επιστρέψει, για να δει τη σύζυγο αλλά και τα παιδιά του στο πλάι κάποιου άλλου.








Ο Asghar Farhadi σχολιάζει:

« Ο  Ahmad είναι ένα είδος καταλύτη. Ωθεί τα άλλα πρόσωπα να μιλούν, να λένε όσα ήταν ανείπωτα για πολύ καιρό. Όμως αυτό δεν είναι κάτι που το συνειδητοποιεί. Μια από τις αποφάσεις μου ήταν οι χαρακτήρες να μην προσδιορίζονται από την εθνικότητα τους. Η συμπεριφορά τους καθορίζεται από την κατάσταση που βιώνουν. Σε μια κρίση, οι διαφορές τείνουν να εξαφανίζονται.
Η Marie είναι η περισσότερο αποφασισμένη να προχωρήσει μπροστά και να μην κολλήσει στο παρελθόν. Όμως, ποιος ξέρει αν θα τα καταφέρει; Οι άνδρες είναι αυτοί που πιο πολύ δυναστεύονται από το παρελθόν. Στην τελευταία σκηνή με την Marie, αυτή προχωρά προς τα μας, προς την κάμερα. Ο Ahmad είναι πίσω της και του λέει: «Δεν θέλω πια να κοιτάξω πίσω». Και μετά γυρνά την πλάτη της στην κάμερα και σε μας στους θεατές. Και μας αφήνει πίσω. Υπ’ αυτήν την έννοια είναι ο πιο προοδευτικός χαρακτήρας της ταινίας. Δεν ξέρω γιατί σ’ όλες τις ταινίες μου οι γυναίκες έχουν τέτοιους ρόλους. Το ίδιο γίνεται και στην ταινία A Separation».





Γιά την εμπειρία της σκηνοθεσίας σε έναν ξένο τόπο:

«Ήμουν πολύ προσεκτικός για να μην καταστρέψω την ιστορική πτυχή της αρχιτεκτονικής του Παρισιού, να μην να έχω μια τουριστική προσέγγιση του χώρου. Αποφάσισα σε πολύ πρώιμο στάδιο, ότι το σπίτι του κύριου χαρακτήρα, στο οποίο ένα μεγάλο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται, θα είναι στα προάστια και το Παρίσι θα εμφανίζεται στο παρασκήνιο, -αυτό ήταν δεδομένο. Η παγίδα για τους σκηνοθέτες που εργάζονται σε ένα περιβάλλον που δεν γνωρίζουν είναι να αναδεικνύουν στην ταινία ότι τους τραβά την προσοχή. Εγώ προσπάθησα να κάνω το αντίθετο. Επειδή ήμουν γοητευμένος από την αρχιτεκτονική της πόλης, αποφάσισα να κοιτάξω πέρα από αυτό και να προσεγγίσω κάτι άλλο».




«Όλες οι ιστορίες μου είναι δομημένες μ’ ένα μη-γραμμικό τρόπο. Δεν πάνε από το σημείο Α στο σημείο Β. Πάντα υπάρχουν πολλές ιστορίες που αναπτύσσονται παράλληλα, και συναντιούνται σε μια κοινό χώρο. Εδώ είχα την ιστορία αυτού του ανθρώπου που έχει ζήσει μακριά από τη γυναίκα του, για κάποια χρόνια, και τώρα γυρνά πίσω για να οριστικοποιήσει το διαζύγιο τους. Μετά, υπάρχει η ιστορία ενός άνδρα με μια γυναίκα σε κώμα, ο οποίος θα πρέπει να αναλάβει τη φροντίδα του παιδιού του. Αυτά αναπτύσσονται ξεχωριστά και στη συνέχεια συγκλίνουν σε μια ενιαία κατάσταση. Γράφω διαισθητικά. Ξεκινώ με μια σύνοψη και αμέσως την αμφισβητώ, προσπαθώντας να μάθετε περισσότερα με ασήμαντες πληροφορίες. Επειδή γνωρίζω ότι αυτός έχει έρθει για να πάρει ένα διαζύγιο, αναρωτιέμαι γιατί έφυγε πριν από τέσσερα χρόνια; Και τώρα που έχει επιστρέψει στο σπίτι της συζύγου του, τι πρόκειται να συμβεί εκεί; Έτσι, πολλά ερωτήματα αναδύονται από αυτές τις λίγες γραμμές και οι οποίες με την απάντησή τους, κατασκευάζουν την ιστορία της ταινίας».


Για  την παρουσία των  παιδιών στις ταινίες του:


«Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν είμαι σε θέση να κάνω μια ταινία χωρίς να υπάρχει σ’ αυτήν ένα παιδί. Ωστόσο είναι δύσκολο να εργαστεί κάποιος με παιδιά. Αλλά θεωρώ η παρουσία τους στην ταινία ανοίγει την ατμόσφαιρα της ταινίας σε επιδράσεις και συναισθήματα,  κάτι που προσθέτει ένα επίπεδο ειλικρίνειας σε αυτήν. Στις ταινίες μου, τα παιδιά δεν ψεύδονται, εκτός αν είναι κάτω από την πίεση των ενηλίκων».






Κριτικές :


Μια κριτική του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου

«Εκκίνησε πριν από μία δεκαετία και έκανε τους πάντες να... ξεχάσουν διακεκριμένους συμπατριώτες του, ακόμα και τον πατριάρχη του σινεμά της χώρας του, Αμπάς Κιαροστάμι.
Φέτος λοιπόν μας πρόσφερε το “Παρελθόν”, το 2011 το πολύκροτο “Ένας χωρισμός”, το 2009 το συγκλονιστικό “Τι απέγινε η Έλι”. Το 2006 γύρισε τα πολύ καλά “Πυροτεχνήματα την Τετάρτη”. Το 2004 έκανε την “Όμορφη πόλη”, ενώ ξεκίνησε το 2003 με το “Χορεύοντας στη σκόνη”. Βέβαια, το ότι η Δύση ανακαλύπτει τον Φαρχαντί έχει να κάνει, πέραν της αξίας των ταινιών του, και με τη δηκτική κριτική που ασκεί στην κοινωνία και στην πολιτική διακυβέρνηση της χώρας του, στις προκαταλήψεις, στα στερεότυπα και στην απαγόρευση ενός πιο νεοτερικού τρόπου ζωής.

ΕΚΘΑΜΒΩΤΙΚΟ ΣΤΙΛ
Ο “Ένας χωρισμός” κέρδισε και το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Θεωρώ πως είναι βολικό για τις ΗΠΑ να έρχονται από το Ιράν τέτοιες ταινίες, που ουσιαστικά ενισχύουν τις αμερικανικές απόψεις για τη χώρα. Όλη αυτή η ιστορία είναι μια σύμπτωση προς εκμετάλλευση, μιας και το σκηνοθετικό στιλ του Φαρχαντί είναι εκθαμβωτικό. Οι ταινίες του θυμίζουν και νουάρ και Μπέργκμαν και Αντονιόνι, το στιλ του οποίου αξιοποιεί δημιουργικά.
Αυτή η ιστορία μου θυμίζει πολύ την περίπτωση Ταρκόφσκι της δεκαετίας του 1970. Χωρίς ο Ρώσος να είναι υπερεκτιμημένος, αγαπήθηκε και προωθήθηκε ιδιαίτερα στη Δύση όχι μόνο για τον έξοχο φορμαλισμό του, αλλά και για τη φιλοσοφία του πάνω στην πίστη και στον χριστιανισμό. Ο “Καθρέφτης” έγινε μύθος, και ενώ οι Σοβιετικοί πουλούσαν άλλες ταινίες προς 500 δολάρια, αυτή έφθανε τις 10.000. Πολλές φορές σε περιπτώσεις τέτοιων σκηνοθετών μπορεί να λειτουργήσει και μια πλειοδοσία κέρδους.

ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΔΙΕΝΕΞΕΙΣ
Ο “Χωρισμός” έκανε πολύ καλά εισιτήρια. Όσοι γνωστοί μου είδαν την ταινία, μου είπαν πως συγκλονίστηκαν. Δεν γνώριζα ακριβώς την προβληματική του Φαρχαντί, αλλά πήρα μια ουσιαστική γεύση με το “Τι απέγινε η Έλι”: η αναζήτηση, η έρευνα στο οικογενειακό άδυτο ξεχωρίζουν, μαζί με την ελλειπτικότητα και την αντονιονική αντίληψη της αλλοτρίωσης και της αποξένωσης. Τώρα μπορούμε να το ξεκαθαρίσουμε: τα “Πυροτεχνήματα την Τετάρτη”, ο “Χωρισμός”, το “Παρελθόν”, αναφέρονται σε διαζύγια, συζυγικές διενέξεις και άλλα παρόμοια δυτικά θέματα. Αυτό το σινεμά είναι τελείως διαφορετικό από εκείνο του Κιαροστάμι, ενώ ήδη και άλλοι δημιουργοί υπέγραψαν φιλμ που ασκούν κριτική στη λογική του συστήματος του Ιράν.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗ
Ο Φαρχαντί αναρριχήθηκε στην κορυφή χωρίς καμία στήριξη και με το καθεστώς να είναι εχθρικό απέναντί του, έχοντας αναπτύξει μια αμφίσημη σχέση μαζί του. Ενοχλείται από τη θεματική του, αλλά παράλληλα το Ιράν ακούγεται ως κινηματογραφία, δείχνει αισθητή υπεροπλία και κερδίζει ακόμα και τους Γάλλους.
Αν συγκρίνουμε τον δικό μας κινηματογράφο με του Ιράν, τότε δυστυχώς βλέπουμε πως ωχριά μπροστά του. Θα πρέπει ωστόσο να ξεκαθαρίσω πως από τότε που νέοι έλληνες δημιουργοί άρχισαν να γυρίζουν ταινίες γύρω από τη σήψη της οικογένειας, ξεφεύγοντας από τα τυπικά θέματα της λεγόμενης ελληνικότητας, διακρίθηκαν.
Ο Φαρχαντί καταφέρνει να πετύχει έναν ιδανικό συνδυασμό που αξίζει να καταγραφεί. Οι ταινίες του είναι κατανοητές αλλά και άψογα φορμαλιστικές. Παρουσιάζουν ενδιαφέρον προς παρακολούθηση, αλλά ασκούν και κριτική. Σαφώς είναι περιβεβλημένες με ένα σινεφίλ και πρωτότυπο στιλ.

ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ ΤΟΝ... ΚΟΣΜΟ
Παρ’ όλα όσα νομίζουμε, η δυτικοποίηση στα ήθη της ιρανικής κοινωνίας είναι φανερή. Όσο για το “Παρελθόν”, υπάρχουν αλλεπάλληλα ευρήματα, μια αφήγηση που καλύπτει μυστικά και ψέματα και ανατέμνει και πραγματιστικά και συμβολικά τα σωθικά της οικογένειας. Το εύρημα με το κώμα ενός ήρωα είναι μια σαφέστατη μετωνυμία.
Ο Φαρχαντί καταφέρνει και συνεχίζει ένα σινεμά που αγαπήσαμε και το είχαμε ξεχάσει. Θυμίζει κορυφαίους δημιουργούς και ιδίως τον Αντονιόνι. Να μην ξεχνάμε πως και ο ιταλός μετρ αγαπούσε ιδιαίτερα τη δομή του νουάρ, κάτι που τώρα ακολουθεί ο Ιρανός. Είναι σε μια ηλικία αρχόμενης ωριμότητας και αναμένεται να μας δώσει εξαιρετικές ταινίες στο μέλλον. Το σινεμά του Ιράν, δίνοντας την αίσθηση του “χειροποίητου”, μπορεί να γίνει ένα παράδειγμα σεναριακών ευρημάτων, θεμάτων και διαχείρισης. Σήμερα θεωρούν τον Φαρχαντί έναν από τους 100 ανθρώπους που επηρεάζουν τον κόσμο γενικά. Σημαντική επίδοση για έναν δημιουργό, που το σινεμά του συνεχώς απογειώνεται.»


Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Δον Ζουάν του Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ


Δον Ζουάν

Σκηνοθεσία : Joseph Gordon-Levitt
Σενάριο :  Joseph Gordon-Levitt       
Φωτογραφία: Thomas Kloss
Μουσική :          Nathan Johnson
Παίζουν :  Joseph Gordon-Levitt ,
Scarlett Johansson 
Julianne Moore         
Tony Danza      
Glenne Headly 
Brie Larson      
Rob Brown       
Χωρα Παραγωγής : ΗΠΑ
Ετος Παραγωγής : 2013
Γλώσσα : Αγγλικά
Διαρκεια : 90΄

Εγχρωμο



Ο Jon Martello (Joseph Gordon-Levitt) είναι ένα δυναμικός, όμορφος και παλαιών αρχών τύπος. Οι φίλοι του τον αποκαλούν Don Jon χάρη στην ικανότητά του να "τραβάει" μια διαφορετική γυναίκα κάθε Σαββατοκύριακο, αλλά αυτό δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με την ευδαιμονία που βρίσκει μπροστά στον υπολογιστή του βλέποντας πορνό. Η Barbara Sugarman (Scarlett Johansson) είναι μια λαμπερή, όμορφη, και επίσης παλαιών αρχών κοπέλα. Μεγαλωμένη με τις ρομαντικές ταινίες του Χόλιγουντ, είναι αποφασισμένη να βρει τον Πρίγκιπά της και να χαθεί στο ηλιοβασίλεμα. Παλεύοντας με τις παραδοσιακές προσδοκίες του αντίθετου φύλου, ο Jon και η Barbara αγωνίζονται ενάντια στις ψευδείς φαντασιώσεις της κουλτούρας των μίντια, προσπαθώντας να βρουν την αληθινή οικειότητα. 


" Το Παρελθόν " του Asghar Farhadi



Le passé


απο 10 Οκτωβρίου στους κινηματογράφους 

Σκηνοθεσία: Asghar Farhadi
Σενάριο : Asghar FarhadiMassoumeh Lahidji
Φωτογραφία : Mahmoud Kalari
Μουσικη : Evgueni  & Youli Galperine
Παίζουν : Bérénice BejoTahar RahimAli Mosaffa
Χωρα Παραγωής : Γαλλία
Ετος Παραγωγής : 2013
Γλώσσα : Γαλλικά & Περσικά
Διαρκεια : 130’
Εγχρωμο 



Βραβεια- Συμμετοχές :

66 Cannes Film Festival: Prix d’interpretation feminine Berenice BEJO
66 Cannes Film Festival επίσημο διαγωνιστικό , υποψήφιο για Palme dOr

 

Περίληψη :

Ένας Ιρανός που ζει στη Γαλλία αντιμετωπίζει προβλήματα με τη γαλλίδα σύζυγο του κι αποφασίζει να την  εγκαταλείψει μαζί και  τα δυο τους παιδιά και να επιστρέψει στον Ιράν. Οσο αυτός βρίσκεται μόνος στην πατρίδα του, η σύζυγος του αρχίζει να βλέπει κάποιον άλλον και του γράφει πως θέλει διαζύγιο. Αυτό αναγκάζει τον άντρα να επιστρέψει, για να δει τη σύζυγο αλλά και τα παιδιά του στο πλάι κάποιου άλλου.




Ο Asghar Farhadi σχολιάζει:

« Ο  Ahmad είναι ένα είδος καταλύτη. Ωθεί τα άλλα πρόσωπα να μιλούν, να λένε όσα ήταν ανείπωτα για πολύ καιρό. Όμως αυτό δεν είναι κάτι που το συνειδητοποιεί. Μια από τις αποφάσεις μου ήταν οι χαρακτήρες να μην προσδιορίζονται από την εθνικότητα τους. Η συμπεριφορά τους καθορίζεται από την κατάσταση που βιώνουν. Σε μια κρίση, οι διαφορές τείνουν να εξαφανίζονται.
Η Marie είναι η περισσότερο αποφασισμένη να προχωρήσει μπροστά και να μην κολλήσει στο παρελθόν. Όμως, ποιος ξέρει αν θα τα καταφέρει; Οι άνδρες είναι αυτοί που πιο πολύ δυναστεύονται από το παρελθόν. Στην τελευταία σκηνή με την Marie, αυτή προχωρά προς τα μας, προς την κάμερα. Ο Ahmad είναι πίσω της και του λέει: «Δεν θέλω πια να κοιτάξω πίσω». Και μετά γυρνά την πλάτη της στην κάμερα και σε μας στους θεατές. Και μας αφήνει πίσω. Υπ’ αυτήν την έννοια είναι ο πιο προοδευτικός χαρακτήρας της ταινίας. Δεν ξέρω γιατί σ’ όλες τις ταινίες μου οι γυναίκες έχουν τέτοιους ρόλους. Το ίδιο γίνεται και στην ταινία A Separation».




Γιά την εμπειρία της σκηνοθεσίας σε έναν ξένο τόπο:

«Ήμουν πολύ προσεκτικός για να μην καταστρέψω την ιστορική πτυχή της αρχιτεκτονικής του Παρισιού, να μην να έχω μια τουριστική προσέγγιση του χώρου. Αποφάσισα σε πολύ πρώιμο στάδιο, ότι το σπίτι του κύριου χαρακτήρα, στο οποίο ένα μεγάλο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται, θα είναι στα προάστια και το Παρίσι θα εμφανίζεται στο παρασκήνιο, -αυτό ήταν δεδομένο. Η παγίδα για τους σκηνοθέτες που εργάζονται σε ένα περιβάλλον που δεν γνωρίζουν είναι να αναδεικνύουν στην ταινία ότι τους τραβά την προσοχή. Εγώ προσπάθησα να κάνω το αντίθετο. Επειδή ήμουν γοητευμένος από την αρχιτεκτονική της πόλης, αποφάσισα να κοιτάξω πέρα από αυτό και να προσεγγίσω κάτι άλλο».




«Όλες οι ιστορίες μου είναι δομημένες μ’ ένα μη-γραμμικό τρόπο. Δεν πάνε από το σημείο Α στο σημείο Β. Πάντα υπάρχουν πολλές ιστορίες που αναπτύσσονται παράλληλα, και συναντιούνται σε μια κοινό χώρο. Εδώ είχα την ιστορία αυτού του ανθρώπου που έχει ζήσει μακριά από τη γυναίκα του, για κάποια χρόνια, και τώρα γυρνά πίσω για να οριστικοποιήσει το διαζύγιο τους. Μετά, υπάρχει η ιστορία ενός άνδρα με μια γυναίκα σε κώμα, ο οποίος θα πρέπει να αναλάβει τη φροντίδα του παιδιού του. Αυτά αναπτύσσονται ξεχωριστά και στη συνέχεια συγκλίνουν σε μια ενιαία κατάσταση. Γράφω διαισθητικά. Ξεκινώ με μια σύνοψη και αμέσως την αμφισβητώ, προσπαθώντας να μάθετε περισσότερα με ασήμαντες πληροφορίες. Επειδή γνωρίζω ότι αυτός έχει έρθει για να πάρει ένα διαζύγιο, αναρωτιέμαι γιατί έφυγε πριν από τέσσερα χρόνια; Και τώρα που έχει επιστρέψει στο σπίτι της συζύγου του, τι πρόκειται να συμβεί εκεί; Έτσι, πολλά ερωτήματα αναδύονται από αυτές τις λίγες γραμμές και οι οποίες με την απάντησή τους, κατασκευάζουν την ιστορία της ταινίας».


Για  την παρουσία των  παιδιών στις ταινίες του:


«Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν είμαι σε θέση να κάνω μια ταινία χωρίς να υπάρχει σ’ αυτήν ένα παιδί. Ωστόσο είναι δύσκολο να εργαστεί κάποιος με παιδιά. Αλλά θεωρώ η παρουσία τους στην ταινία ανοίγει την ατμόσφαιρα της ταινίας σε επιδράσεις και συναισθήματα,  κάτι που προσθέτει ένα επίπεδο ειλικρίνειας σε αυτήν. Στις ταινίες μου, τα παιδιά δεν ψεύδονται, εκτός αν είναι κάτω από την πίεση των ενηλίκων».




Κριτικές :

Μια κριτική του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου

«Εκκίνησε πριν από μία δεκαετία και έκανε τους πάντες να... ξεχάσουν διακεκριμένους συμπατριώτες του, ακόμα και τον πατριάρχη του σινεμά της χώρας του, Αμπάς Κιαροστάμι.
Φέτος λοιπόν μας πρόσφερε το “Παρελθόν”, το 2011 το πολύκροτο “Ένας χωρισμός”, το 2009 το συγκλονιστικό “Τι απέγινε η Έλι”. Το 2006 γύρισε τα πολύ καλά “Πυροτεχνήματα την Τετάρτη”. Το 2004 έκανε την “Όμορφη πόλη”, ενώ ξεκίνησε το 2003 με το “Χορεύοντας στη σκόνη”. Βέβαια, το ότι η Δύση ανακαλύπτει τον Φαρχαντί έχει να κάνει, πέραν της αξίας των ταινιών του, και με τη δηκτική κριτική που ασκεί στην κοινωνία και στην πολιτική διακυβέρνηση της χώρας του, στις προκαταλήψεις, στα στερεότυπα και στην απαγόρευση ενός πιο νεοτερικού τρόπου ζωής.

ΕΚΘΑΜΒΩΤΙΚΟ ΣΤΙΛ
Ο “Ένας χωρισμός” κέρδισε και το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Θεωρώ πως είναι βολικό για τις ΗΠΑ να έρχονται από το Ιράν τέτοιες ταινίες, που ουσιαστικά ενισχύουν τις αμερικανικές απόψεις για τη χώρα. Όλη αυτή η ιστορία είναι μια σύμπτωση προς εκμετάλλευση, μιας και το σκηνοθετικό στιλ του Φαρχαντί είναι εκθαμβωτικό. Οι ταινίες του θυμίζουν και νουάρ και Μπέργκμαν και Αντονιόνι, το στιλ του οποίου αξιοποιεί δημιουργικά.
Αυτή η ιστορία μου θυμίζει πολύ την περίπτωση Ταρκόφσκι της δεκαετίας του 1970. Χωρίς ο Ρώσος να είναι υπερεκτιμημένος, αγαπήθηκε και προωθήθηκε ιδιαίτερα στη Δύση όχι μόνο για τον έξοχο φορμαλισμό του, αλλά και για τη φιλοσοφία του πάνω στην πίστη και στον χριστιανισμό. Ο “Καθρέφτης” έγινε μύθος, και ενώ οι Σοβιετικοί πουλούσαν άλλες ταινίες προς 500 δολάρια, αυτή έφθανε τις 10.000. Πολλές φορές σε περιπτώσεις τέτοιων σκηνοθετών μπορεί να λειτουργήσει και μια πλειοδοσία κέρδους.

ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΔΙΕΝΕΞΕΙΣ
Ο “Χωρισμός” έκανε πολύ καλά εισιτήρια. Όσοι γνωστοί μου είδαν την ταινία, μου είπαν πως συγκλονίστηκαν. Δεν γνώριζα ακριβώς την προβληματική του Φαρχαντί, αλλά πήρα μια ουσιαστική γεύση με το “Τι απέγινε η Έλι”: η αναζήτηση, η έρευνα στο οικογενειακό άδυτο ξεχωρίζουν, μαζί με την ελλειπτικότητα και την αντονιονική αντίληψη της αλλοτρίωσης και της αποξένωσης. Τώρα μπορούμε να το ξεκαθαρίσουμε: τα “Πυροτεχνήματα την Τετάρτη”, ο “Χωρισμός”, το “Παρελθόν”, αναφέρονται σε διαζύγια, συζυγικές διενέξεις και άλλα παρόμοια δυτικά θέματα. Αυτό το σινεμά είναι τελείως διαφορετικό από εκείνο του Κιαροστάμι, ενώ ήδη και άλλοι δημιουργοί υπέγραψαν φιλμ που ασκούν κριτική στη λογική του συστήματος του Ιράν.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗ
Ο Φαρχαντί αναρριχήθηκε στην κορυφή χωρίς καμία στήριξη και με το καθεστώς να είναι εχθρικό απέναντί του, έχοντας αναπτύξει μια αμφίσημη σχέση μαζί του. Ενοχλείται από τη θεματική του, αλλά παράλληλα το Ιράν ακούγεται ως κινηματογραφία, δείχνει αισθητή υπεροπλία και κερδίζει ακόμα και τους Γάλλους.
Αν συγκρίνουμε τον δικό μας κινηματογράφο με του Ιράν, τότε δυστυχώς βλέπουμε πως ωχριά μπροστά του. Θα πρέπει ωστόσο να ξεκαθαρίσω πως από τότε που νέοι έλληνες δημιουργοί άρχισαν να γυρίζουν ταινίες γύρω από τη σήψη της οικογένειας, ξεφεύγοντας από τα τυπικά θέματα της λεγόμενης ελληνικότητας, διακρίθηκαν.
Ο Φαρχαντί καταφέρνει να πετύχει έναν ιδανικό συνδυασμό που αξίζει να καταγραφεί. Οι ταινίες του είναι κατανοητές αλλά και άψογα φορμαλιστικές. Παρουσιάζουν ενδιαφέρον προς παρακολούθηση, αλλά ασκούν και κριτική. Σαφώς είναι περιβεβλημένες με ένα σινεφίλ και πρωτότυπο στιλ.

ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ ΤΟΝ... ΚΟΣΜΟ
Παρ’ όλα όσα νομίζουμε, η δυτικοποίηση στα ήθη της ιρανικής κοινωνίας είναι φανερή. Όσο για το “Παρελθόν”, υπάρχουν αλλεπάλληλα ευρήματα, μια αφήγηση που καλύπτει μυστικά και ψέματα και ανατέμνει και πραγματιστικά και συμβολικά τα σωθικά της οικογένειας. Το εύρημα με το κώμα ενός ήρωα είναι μια σαφέστατη μετωνυμία.
Ο Φαρχαντί καταφέρνει και συνεχίζει ένα σινεμά που αγαπήσαμε και το είχαμε ξεχάσει. Θυμίζει κορυφαίους δημιουργούς και ιδίως τον Αντονιόνι. Να μην ξεχνάμε πως και ο ιταλός μετρ αγαπούσε ιδιαίτερα τη δομή του νουάρ, κάτι που τώρα ακολουθεί ο Ιρανός. Είναι σε μια ηλικία αρχόμενης ωριμότητας και αναμένεται να μας δώσει εξαιρετικές ταινίες στο μέλλον. Το σινεμά του Ιράν, δίνοντας την αίσθηση του “χειροποίητου”, μπορεί να γίνει ένα παράδειγμα σεναριακών ευρημάτων, θεμάτων και διαχείρισης. Σήμερα θεωρούν τον Φαρχαντί έναν από τους 100 ανθρώπους που επηρεάζουν τον κόσμο γενικά. Σημαντική επίδοση για έναν δημιουργό, που το σινεμά του συνεχώς απογειώνεται.»



ALBERT NOBBS του Rodrigo Garcia

Albert Nobbs

Σκηνοθεσία: Rodrigo García
Σενάριο: George Moor, Glenn Close , John BanvilleGabriella Prekop
Φωτογραφια: Michael McDonough
Μουσική: Brian Byrne
Παιζουν :
Glenn Close
Mia Wasikowska
Aaron Johnson
Brendan Gleeson
Jonathan Rhys Meyers
Janet McTeer
Maria Doyle Kennedy
Mark Williams
Brenda Fricker
Pauline Collins
Ετος Παραγωγής: 2011
Χωρες Παραγωγής: Αγγλία & Ιρλανδία
Γλώσσα: Αγγλικά
Διάρκεια 113'
Εγχρωμο



Βασισμένο στο θεατρικό έργο
The singular life of Albert Nobbs
3 Υποψηφιότητες για Χρυσές Σφαίρες
Α’ Γυναικείου Ρόλου (Γκλεν Κλόουζ)
Β’ Γυναικείου Ρόλου (Τζάνετ Μακ τιρ)
Πρωτότυπου τραγουδιού (Lay your head down- Sinead O’ Connor)
Από το σκηνοθέτη του Εννέα Ζωές, η κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου, The Singular Life Of Albert Nobbs, για το οποίο έχει βραβευτεί η Glen Close.
Με σκηνικό ένα πολυτελές ξενοδοχείο στο Δουβλίνο του 19ου αιώνα, το Albert Nobbs είναι ένα δράμα για μία γυναίκα που μεταμφιέζεται ως άντρας, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει. Τριάντα χρόνια αργότερα, βρίσκει τον εαυτό της παγιδευμένο στο χαρακτήρα που δημιούργησε η ίδια.
Η ΓΚΛΕΝ ΚΛΟΟΥΖ ΚΑΙ Ο ΑΛΜΠΕΡΤ ΝΟΜΠΣ
Η σύνδεση της Γκλεν Κλόουζ με το χαρακτήρα του Άλμπερτ Νομπς φτάνει μέχρι και τρεις δεκαετίες πίσω, όταν το 1982 τον υποδύθηκε για πρώτη φορά στη μεταφορά του ομώνυμου διηγήματος του Τζωρτζ Μούρ στο θεατρικό σανίδι, από τη Σιμόν Μπενμούσα.
«Πιστεύω ότι ο Άλμπερτ είναι από τους πραγματικά σπουδαίους χαρακτήρες, και η ιστορία, παρά τη βασική της απλότητα, έχει μια περίεργη συναισθηματική δύναμη», λέει η Κλόουζ. «Υπάρχει κάτι βαθιά επιδραστικό στη ζωή του Άλμπερτ, δε σταματά ποτέ να με συγκινεί. Υπήρξα πάντα πολύ ενεργή στην καριέρα μου, αλλά πάντα πίστευα ότι θα γινόταν μια υπέροχη ταινία».
Η Κλόουζ δούλευε πολλά χρόνια σε ιδέες για την ιστορία του Νομπς, μια γυναίκα του 19ου αιώνα, που επιβιώνει υποδυόμενη έναν άντρα σερβιτόρο. «Ο Άλμπερτ δε θέλει να καταλήξει στο πτωχοκομείο», εξηγεί η Κλόουζ. «Εκείνη την περίοδο η Ιρλανδία ήταν πολύ φτωχή. Γνωρίζει ο Άλμπερτ ότι χωρίς δουλειά εκεί θα κατέληγε. Όπως γνωρίζει πολύ καλά ότι οποιοσδήποτε μπορεί να απολυθεί ανά πάσα στιγμή. Υπάρχει ένα έντονο αίσθημα φόβου ανάμεσα στους εργαζομένους».
Όταν το κοινό συναντά τον Άλμπερτ, έχει εργαστεί ήδη τόσα πολλά χρόνια ως άντρας, που έχει ξεχάσει την ταυτότητα του. «Δε θυμάται καν το όνομα της. Ήταν ένα εξώγαμο παιδί, μεγαλωμένη από μια γυναίκα που πληρώθηκε για να το κάνει, και που ποτέ δεν αποκάλυψε την ταυτότητα της. Στην ηλικία ακόμη των δεκατεσσάρων εξαφανίστηκε μέσα στα ρούχα του Άλμπερτ. Τριάντα χρόνια αργότερα που ξεκινά και η ιστορία μας, είναι απομονωμένη και σχεδόν αόρατη, καθώς έχει περάσει σχεδόν όλη της τη ζωή στα ξενοδοχεία».
Η μεταφορά της Μπενμούσα ήταν μινιμαλιστική, αλλά ακόμη κι έτσι, η Κλόουζ πίστευε πολύ ότι η δριμύτητα, η συγκίνηση και το χιούμορ του θα ενίσχυαν μια πολύ δυνατή μεταφορά στη μεγάλη οθόνη.
«Το θεατρικό ήταν πολύ αυστηρό. Η δύναμη της ιστορίας είναι σαν ένα ποτήρι νερό. Όταν αντανακλάται φως στο νερό δημιουργεί κάτι πολύ περίπλοκο. Η ιστορία είναι πολύ απλή και γραμμική, αλλά αγγίζει περίπλοκα ανθρώπινα θέματα που αντανακλώνται στις ζωές όλων».
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν γυρνούσε το Meeting Venus με τον Ούγγρο σκηνοθέτη Istvan Szabo, η Κλόουζ του έδωσε το διήγημα και μετά από λίγο καιρό έλαβε το πρώτο προσχέδιο για σενάριο.
Το 2001, η ηθοποιός που είχε εξελιχθεί σε σεναριογράφο και παραγωγό, είχε πλέον στα χέρια της ένα σενάριο με το οποίο ήταν ικανοποιημένη κι έφτασε στην Ιρλανδία προς αναζήτηση τοποθεσιών για τα γυρίσματα. Ανάμεσα στα υπόλοιπα κτίρια που βρήκε ήταν και το Cabinteely House στο νοτιοανατολικό Δουβλίνο. Μετά από δέκα χρόνια έχει μεταμορφωθεί πλέον στο ξενοδοχείο Morrison.
Από το 2001 έως το 2011, η Κλόουζ τελειοποίησε το σενάριο με τη βοήθεια του Τζον Μπάνβιλ, αλλά μόνο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Εννιά Ζωές του Ροντρίγκο Γκαρσία, κατέληξε στον ιδανικό για εκείνη σκηνοθέτη.
«Περνούσα υπέροχα στις ταινίες του Ροντρίγκο. Αγαπά και καταλαβαίνει τις γυναίκες. Είναι επίσης ένας εξαιρετικός σεναριογράφος και δίνει πάντα υπέροχους ρόλους για γυναίκες».
Ο κολομβιανός σκηνοθέτης Ροντρίγκο Γκαρσία είναι ο γιος του συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκεζ. «Ο Ροντρίγκο έχει αυτή την κληρονομιά», λέει η Κλόουζ. «Όχι μόνο είναι ο ιδανικός σκηνοθέτης, αλλά είναι και συνεργάσιμος και εκπληκτικά ανοιχτός σε άλλες ιδέες».
Ο σκηνοθέτης ανακαλεί τις πρώτες του συζητήσεις με την Κλόουζ. «Λατρεύω να δουλεύω με τη Γκλεν, αλλά τι θα γινόταν αν το διάβαζα κι ένοιωθα ότι δε μπορώ να το κάνω ή ότι δε μου ταίριαζε; Ήξερα ότι ήταν το πάθος της. Ξεκίνησα με την ελπίδα ότι θα μπορούσα πραγματικά να συνδεθώ μαζί του, όπως κι έγινε».
«Ανταποκρίθηκα αμέσως με το που ξεκίνησα τη μελέτη. Ήταν μια πολύ σύγχρονη ιστορία, παρόλο που εξελίσσεται σε άλλο αιώνα, και πρόκειται κυρίως για τον εσωτερικό κόσμο ενός ανθρώπου και την ταυτότητα του, την εξάλειψη του ίδιου του εαυτού του και τη ζωή σε πλήρη μυστικότητα».
«Πολλά από τα σενάρια σήμερα έχουν χαρακτήρες που μιλούν για τα προβλήματα τους. Αντί το κοινό να βλέπει μια ιστορία, παρακολουθεί χαρακτήρες να γκρινιάζουν. Το Άλμπερτ Νομπς είναι ακριβώς το αντίθετο. Είχε μια πολύ ξεκάθαρη ιστορία που ξετυλίγεται με πολύ όμορφο τρόπο και δεν μπορούσες ποτέ να προβλέψεις τι ακολουθούσε. Μου φάνηκε εξαιρετική πρόκληση».
Ο κεντρικός χαρακτήρας, φυσικά στην ιστορία είναι ο Άλμπερτ Νομπς. Η Κλόουζ τονίζει ότι μπορεί να αντεπεξέρθει στο ρόλο εξαιτίας της θέσης του στο ξενοδοχείο. «Ο Άλμπερτ είναι ένας πολύ καλός υπηρέτης. Οι υπηρέτες δεν επιτρεπόταν να έχουν οπτική επαφή με τα αφεντικά τους, οπότε αυτό ήταν προς όφελος της. Η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα ήταν ο τόνος της φωνής και η προφορά.»
Η Κλόουζ αναφέρει ότι αναγνώρισε το χιούμορ στην ιστορία από τα πολύ αρχικά στάδια. «Όλα τα χρόνια που δούλευα σ’ αυτή την ιστορία ήξερα ότι υπήρχε χιούμορ, κ ας μη το βλέπανε οι άλλοι. Δεν είναι το προφανές χιούμορ, αλλά αυτό που πηγάζει από τους ίδιους του χαρακτήρες, τις γκριμάτσες και τις αποχρώσεις στη φωνή και τις καταστάσεις. Υπάρχουν μερικές πολύ όμορφες στιγμές, που φάνηκαν με το που τοποθετήθηκαν όλοι οι χαρακτήρες μαζί».
Η Κλόουζ συμπεραίνει: «Πάντα πίστευα ότι αν μπορούσα να δημιουργήσω τον Άλμπερτ των ονείρων μου, χωρίς πολλούς συμβιβασμούς, με μια καταπληκτική ομάδα, θα μπορούσα να αποσυρθώ. Και η αλήθεια είναι ότι πιστεύω ότι τα καταφέραμε. Η τέλεια χρονική στιγμή με την τέλεια ομάδα».
ΓΚΛΕΝ ΚΛΟΟΥΖ – Ηθοποιός/ Σεναριογράφος/ Παραγωγός
Η Κλόουζ πρωταγωνίστησε στη βραβευμένη τηλεοπτική σειρά "Damages," του FX για 3 σεζόν. Έπειτα μεταφέρθηκε στο Direct TV για την τέταρτη σεζόν. Για τον ανατριχιαστικό της ρόλο ως Πάτυ Χιούς, η Κλόουζ ήταν υποψήφια για βραβείο Emmy το 2010, ενώ για δύο συνεχόμενες σεζόν έλαβε το βραβείο της Καλύτερη Ηθοποιού σε Δραματική σειρά. Για την πρώτη σεζόν, έλαβε μια Χρυσή Σφαίρα και μια υποψηφιότητα για τα SAG, μαζί με το Emmy. Πριν το "Damages," η Κλόουζ, έλαβε εξαιρετικές κριτικές και μια υποψηφιότητα στα Emmy, για το ρόλο της ως Μόνικα Ρόλινγκ στο τηλεοπτικό "The Shield."
Η Γκλεν Κλόουζ έκανε το ντεμπούτο της σε μεγάλου μήκους ταινία στο Ο Αλλόκοτος Κόσμος του Γκαρπ (The World According to Garp). Η ερμηνεία της, της εξασφάλισε βραβεία από την Ένωση Κριτικών του Λος Άντζελες και τη Διεθνή Ένωση Κριτικών, όπως και την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ. Ακολούθησαν υποψηφιότητες για Όσκαρ για τα Η Μεγάλη Ανατριχίλα (The Big Chill), Ο Καλύτερος (The Natural), Ολέθρια Σχέση (Fatal Attraction), κι Επικίνδυνες Σχέσεις (Dangerous Liaisons) (για το οποίο ήταν και υποψήφια στα BAFTA).
Στις άλλες ταινίες που πρωταγωνίστησε, συμπεριλαμβάνονται οι: Nine Lives - Εννέα Ζωές (2005), The Chumscrubber - Σχέδιο Απαγωγής (2005), The Stepford Wives - Οι Γυναίκες του Στέπφορντ (2004), 102 Dalmatians - Τα 102 Σκυλιά της Δαλματίας (2000), Cookie`s Fortune - Γυρίσματα της Τύχης (1999), Things You Can Tell Just by Looking at Her - Εξι Γυναίκες Εξομολογούνται (1999), Air Force One (1997), In & Out (1997), In the Gloaming - Στο Λυκόφως της Ζωής (1997), Paradise Road - Ο Δρόμος του Παραδείσου (1997), 101 Dalmatians - Τα 101 Σκυλια της Δαλματιας (1996), Mars Attacks! - Οι Αρειανοί Επιτίθενται! (1996), Mary Reilly - Μαίρη Ράιλι (1996), Anne Frank Remembered (1995), The Paper - Το Πρωτοσέλιδο (1994), The House of the Spirits - Το Σπιτι των Πνευματων (1993), Hook - Κάπταιν Χουκ (1991), Hamlet - Αμλετ (1990) και Reversal of Fortune - Το Γυρισμα της Τυχης (1990).
Η Κλόουζ υπήρξε δέκα φορές υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα, και την κέρδισε για την ερμηνεία της στην τηλεοπτική μίνι σειρά του Αντρέι Κοτσαλόφσκι "The Lion in Winter" (για το οποίο έλαβε κι ένα βραβείο SAG).
Το τελευταίο, είναι επίσης ανάμεσα στα τηλεοπτικά πρότζεκτ που της απέφεραν δώδεκα υποψηφιότητες για Emmy, από τις οποίες τη μία έφυγε με το βραβείο στο χέρι για το "Serving in Silence: The Margarethe Cammermeyer Story”.
Για την ερμηνεία της ως Νόρμα Ντέσμοντ στο μιούζικαλ του Άντριου Λόιντ Βέμπερ Η Λεωφόρος της Δύσης (Sunset Boulevard), η Κλόουζ κέρδισε ένα βραβείο Tony, ένα Βραβείο Drama Desk, ένα από το Angeles Drama Critics Circle κι ένα Βραβείο Dramalogue. Πολύ αργότερα θα ένωνε και πάλι τις δυνάμεις της με το σκηνοθέτη του έργου, για την αναβίωση του Λεωφορείο ο Πόθος (A Streetcar Named Desire).
ΜΙΑ ΓΟΥΑΣΙΚΟΦΣΚΑ – Έλεν
Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, η Μία Γουασίκοφσκα, έγινε μια από τις πολλά υποσχόμενες ανερχόμενες ηθοποιούς. Επαγγελματίας χορεύτρια που έγινε ηθοποιός, είναι περφόρμερ από τα 9 της χρόνια.
Η Γουασίκοφσκα έκανε το ντεμπούτο της στο αμερικανικό κοινό ως Σόφι, στην τηλεοπτική σειρά του HBO, "In Treatment", κι έπειτα συμμετείχε σε μεγάλου μήκους ταινίες, όπως Η Εναντίωση (Defiance) και Amelia.
Το 2010, η Γουασίκοφσκα, μετατράπηκε σε Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων στην μεταφορά του παραμυθιού στη μεγάλη οθόνη από τον Τιμ Μπάρτον. Το ίδιο καλοκαίρι, κυκλόφόρησε και το Τα Παιδιά Είναι Εντάξει (The Kids Are All Right), στο οποίο συμμετείχε.
Το 2011, ενσάρκωσε τη Τζέιν Έϊρ, στην ομώνυμη μεταφορά στη μεγάλη οθόνη από τον Κάρυ Φουκουνάγκα.
Πιο πρόσφατα την είδαμε στο Restless του Γκας Βαν Σαντ, ενώ τώρα ετοιμάζει το Stoker, του Τσαν Γουκ Παρκ, όπου θα εμφανιστεί στο πλευρό της Νικόλ Κίντμαν και του Μάθιου Γκουντ.
ΑΑΡΟΝ ΤΖΟΝΣΟΝ – Τζο
Ο Άαρον Τζόνσον έχει αφήσει ήδη το σημάδι του ως ένας πολύπλευρος και πολυτάλαντος νεαρός ηθοποιός. Στις πρόσφατες δουλειές του, εμφανίστηκε ως Τζον Λένον στο Όλοι Θέλουν Λίγη Αγάπη (Nowhere Boy). Για το ρόλο του αυτό, ήταν υποψήφιος στα British Independent Film Awards ως Καλύτερος Ηθοποιός και στα London Film Critics Circle Awards ως Νεαρός Ερμηνευτής της Χρονιάς.
Το 2010, πρωταγωνίστησε στο κλασικό καλτ Kick-Ass. Στις υπόλοιπες ταινίες που συμμετείχε περιλαμβάνονται τα:
Ch@troom - Τρόμος στο Διαδίκτυο (2010), The Greatest - Τα Σύνορα της Καρδιάς (2009), Angus, Thongs and Perfect Snogging - Ερωτες Εφηβείας... Μετά Βίας! (2008),
The Illusionist - Ο Μάγος Αϊζενχαϊμ (2006) και Shanghai Knights - Οι Ιππότες της Σαγκάης (2003).
Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στα γυρίσματα του Savages, του Όλιβερ Στόουν.
ΤΖΑΝΕΤ ΜΑΚΤΙΡ — Χιούμπερτ
Η ευέλικτη ηθοποιός Τζάνετ ΜακΤιρ έχει μια αξιοθαύμαστη εμπειρία στον κινηματογράφο, το θέατρο και την τηλεόραση. Αξίζουν να αναφερθούν οι συμμετοχές της στα As You Like It της BBC/HBO Films, στο Tideland του Τέρυ Γκίλιαμ, και το Tumbleweeds, για το οποίο η ΜακΤιρ έλαβε τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ηθοποιού και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερης Ηθοποιού. Στην τηλεόραση συμμετείχε στα "Sense and Sensibility" του BBC, "Amazing Mrs. Pritchard", "Miss Julie", και "Precious Bane" , για το οποίο έλαβε και μια υποψήφιότητα για βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού από τη Royal Television Society. Στο θέατρο, το βιογραφικό της είναι ατελείωτο, ωστόσο αξίζει να σημειωθεί το The Grace of Mary του Danny Boyle που της χάρισε και μια υποψηφιότητα για βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού στα βραβεία Olivier.
ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΡΙΣ ΜΑΓΙΕΡΣ – Βίσκουντ Γιάρελ
Ο Μάγερς έλαβε την αρχική του αναγνώριση για το Velvet Goldmine του Τοντ Χέινς. Έκτοτε, έλαβε μια Χρυσή Σφαίρα για τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο τηλεοπτικό "Elvis" του CBS, κι άλλη μια Χρυσή Σφαίρα για το ρόλο του ως Ερρίκος ο 8ος στο "The Tudors." Η σειρά του χάρισε συνολικά δύο υποψηφιότητες για Χρυσές Σφαίρες. Ο Μάγιερς έλαβε διθυραμβικές κριτικές για το ρόλο του στην ταινία του Γούντυ Άλλεν, Match Point, ενώ το φεστιβάλ των Καννών του χάρισε και το βραβείο της Chopard για την ερμηνεία του.
ΡΟΝΤΡΙΓΚΟ ΓΚΑΡΣΙΑ – Σκηνοθέτης
Ο Ροντρίγκο Γκαρσία γεννήθηκε στην Κολομβία, και μεγάλωσε στην πόλη του Μεξικό. Στις μεγάλου μήκους του ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης συμπεριλαμβάνουν τα Έξι Γυναίκες Εξομολογούνται (Things You Can Tell Just By Looking at Her) (Βραβείο Ένα Κάποιο Βλέμμα Φεστιβάλ Καννών 2000, Φεστιβάλ Σάντανς 1999), Ten Tiny Love Stories, Fathers and Sons, Εννιά Ζωές (Nine Lives)(Φεστιβάλ Λοκάρνο 2005), Οι Επιβάτες (Passengers) και Μέχρι Να Σε Βρω (Mother And Child) (Βραβείο Επιτροπής Φεστιβάλ Ντοβίλ 2010, Επίσημη συμμετοχή Φεστιβάλ Σάντανς, Τορόντο και Σαν Σεμπάστιαν).
Ο Γκαρσία έχει σκηνοθετήσει επεισόδια για τα τηλεοπτικά "Six Feet Under" και "The Sopranos”, όπως και για τα "Carnivale" και "Six Degrees". Ήταν υποψήφιος για Έμμυ για το πιλοτικό επεισόδιο του "Big Love".
Ο Γκαρσία σκηνοθέτησε επίσης 21 επεισόδια για τη σειρά "In Treatment", ενώ επιτέλεσε και σεναριογράφος και παραγωγός για την ίδια σειρά.
Συμμετείχε κι ως διευθυντής φωτογραφίας στα "Danzon" (της Μαρία Νοβάρο), "Mi Vida Loca" (της Άλισον Άντερς) και "Gia" (του Μάικλ Κρίστοφερ).
ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΑ ΠΡΕΚΟΠ – Σεναριογράφος
Γεννημένη στη Βουδαπέστη, η Πρέκοπ έχει δουλέψει σε αναρίθμητα τηλεοπτικά και κινηματογραφικά πρότζεκτ τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις ΗΠΑ.
Έχει δουλέψει ως σύμβουλος σεναρίου στα My Queen Karo, Dirty Mind, Linkeroever, Sisters Apart, For the Living and The Dead, Η Τελευταία Λέξη της Τζούλια (Being Julia), Taking Sides, Sunshine, Sweet Emma Dear Bobe, Meeting Venus, Hanussen, και Colonel Redl.
Έχει διδάξει στα εργαστήρια της ευρωπαϊκής ένωσης "Sources" και "Sources 2", στο The Media Exchange στη Φιλανδία, στο The Screenwriter's Lab στην Αγγλία και στην εθνική σχολή κινηματογράφου και τηλεόρασης στο Λονδίνο.
Έχει γράψει για την ουγγρική τηλεόραση τα "Home Cooking," "Stuffed Cabbage And Coffee Cake," "The Third Musketeer," "The Panther And The Kid," και "Globe."
Πρώην μέλος της Ουγγρικής Επιτροπής Ταινιών Μεγάλου Μήκους, η Πρέκοπ είναι πλέον μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
ΤΖΟΝ ΜΠΑΝΒΙΛ – Σεναριογράφος
Ο Τζον Μπάνβιλ γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1945. Έλαβε τη μόρφωση του στο Christian Brothers Schools και στο κολλέγιο του St Peter's στο Γουέξφορντ. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και συντάκτης στους The Irish Times.
Το πρώτο του βιβλίο, Long Lankin, μια συλλογή από διηγήματα κι ένα μυθιστόρημα, εκδόθηκε το 1970. Το πρώτο του μυθιστόρημα Nightspawn,εκδόθηκε το 1971. Ακολούθησαν τα: Birchwood (1974), Doctor Copernicus (1976), Kepler (1980), The Newton Letter (1982), Mefisto (1986), The Book of Evidence (1989), Ghosts (1993), Athena (1995), The Untouchable (1997), Eclipse (2000), Shroud (2002), The Sea (2005), The Infinities (2009).
Το Newton Letter μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη για το Channel 4 ως "Reflections," με σενάριο από τον ίδιο, και σε σκηνοθεσία Κέβιν Μπίλινγκτον. Ο Μπάνβιλ έκανε και την προσαρμογή σεναρίου για το μυθιστόρημα της Ελίζαμπεθ Μπόουεν The Last September, το οποίο και κινηματογραφήθηκε το 1997 από τη Ντέμπορα Γουόρνερ.
Η μεταφορά του Μπάνβιλ της κωμωδίας The Broken Jug, ανέβηκε στο θεατρικό σανίδι το 1994, ενώ ταυτόχρονα μεταδιδόταν και το τηλεοπτικό "Seachange" σε σενάριο του από το RTE. Ακόμη μια μεταφορά του για το θέατρο,το God's Gift, ανέβηκε στο φεστιβάλ του Δουβλίνου το 2000. Ο Μπάνβιλ έχει συνεργαστεί επίσης με το σκηνοθέτη Νιλ Τζόρνταν σε αναρίθμητα πρότζεκτ, μεταξύ των οποίων και Το Τέλος Μιας Σχέσης (The End of the Affair). Η μεταφορά του μυθιστορήματος του, The Sea θα μπει σε παραγωγή το 2012.
Μεταξύ των βραβείων που έχει λάβει είναι και τα Allied Irish Banks Fiction Prize, American-Irish Foundation Award, James Tait Black Memorial Prize, και το Guardian Fiction Prize. Το 1989, το The Book of Evidence έλαβε το Guinness Peat Aviation Award. Το 2003, έλαβε το βραβείο Premio Nonino, και το 2006 το Premio Grinzane. Έχει λάβει επίσης ένα βραβείο από το ίδρυμα Lannan στις ΗΠΑ. Το 2005, έλαβε το βραβείο Man Booker 2005 για το The Sea.
Έχει γράψει και τέσσερα αστυνομικά μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο Benjamin Black, τα: Christine Falls (2006), The Silver Swan (2007), The Lemur (2008), και Elegy for April (2010).