Μετά από οριακή επικράτηση, το Σάββατο 1 Φεβρουαρίου στις 21:00 & την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου στις 19:00 θα παρακολουθήσουμε την ταινία:
ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ του Τόμας Βίντερμπεργκ
ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ
Πρωτότυπος τίτλος : Jagten
Σκηνοθεσία: Thomas Vinterberg
Σεναριο: Thomas Vinterberg & Tobias Lindholm
Φωτογραφία: Charlotte Bruus Christensen
Μουσική: Nikolaj Egelund
Παιζουν: Mads Mikkelsen, Thomas Bo Larsen , Annika Wedderkopp
Βραβεια - Συμμετοχές:`
Βραβείο Αντρικής ερμηνείας στο Φεστιβαλ Καννων
Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβαλ Καννων
Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβαλ Karlovy Vary
Επίσημη συμμετοχή συο Φεστιβαλ Λονδίνου
Χωρα παραγωγής: Δανία
Ετος παραγωγης: 2012
Γλώσσα: Δανέζικα
Διάρκεια: 115΄ Εγχρωμο.
ΥΠΟΘΕΣΗ:
Έπειτα από ένα επώδυνο διαζύγιο, ο 40χρονος Λούκας έχει μια νέα σχέση, μια νέα δουλειά και επαναπροσδιορίζει τη σχέση του με τον έφηβο γιο του, Μάρκους. Όλα τα πράγματα θα πάνε στραβά. Μια ιστορία, ένα απλό ψέμα. Καθώς πέφτει το χιόνι και πλησιάζουν οι γιορτές, το ψέμα εξαπλώνεται σαν ίωση. Το σοκ και η δυσπιστία ξεφεύγουν από τον έλεγχο, και η μικρή κοινότητα θα βρεθεί σε μια κατάσταση μαζικής υστερίας, όσο ο Λούκας παλεύει μόνος του για τη ζωή και την αξιοπρέπεια του.
ΔΗΛΩΣΗ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ :
“ Μια χειμωνιάτικη βραδιά το 1999, κάποιος χτύπησε την πόρτα μου. Ένας περίφημος Δανός παιδοψυχολόγος, στεκόταν με κάποια έγγραφα στα χέρια του παραληρώντας για τα παιδιά και τις φαντασιώσεις τους. Μίλαγε για έννοιες όπως «καταπιεσμένες αναμνήσεις», και ακόμη πιο ανησυχητικά για τη θεωρία του ότι «πίστευε ότι είναι ιός». Δεν τον άφησα να μπει. Δε διάβασα τα χαρτιά. Πήγα για ύπνο.
Δέκα χρόνια αργότερα χρειάστηκα ψυχολόγο. Του τηλεφώνησα, και κάπως σαν καθυστερημένη πράξη ευγένειας, διάβασα τα έγγραφα. Σοκαρίστηκα. Μαγεύτηκα. Ένοιωσα ότι υπήρχε μια ιστορία που έπρεπε να ειπωθεί. Μια ιστορία ενός σύγχρονου κυνηγιού μαγισσών.
Το Κυνήγι είναι το αποτέλεσμα αυτής της ανάγνωσης. “
Τόμας Βίντερμπεργκ
Αριστούργημα ψυχολογικού, «βίαιου», ρεαλισμού
Ο Τόμας Βίντερμπεργκ άφησε τις (πολύ γοητευτικές μεν, αλλά όχι πλήρεις) κινηματογραφικές αναζητήσεις και περιπλανήσεις του και στράφηκε ξανά σε ένα είδος κινηματογράφου που δείχνει με μεγάλη άνεση ότι παίζει στα δάχτυλα: αυτό του ψυχολογικού, «βίαιου», ρεαλισμού. Όπως με την βραβευμένη το 1998 στις Κάννες, «Οικογενειακή Γιορτή». Και εκεί που σταμάτησε με το «Submarino».
Χειρίζεται επίσης με χαρακτηριστική άνεση (που ορισμένες στιγμές «τρομάζει») το λεπτό και πολυεπίπεδο θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης μικρών παιδιών, υφαίνοντας ένα φιλμ δομημένο σε έναν αψεγάδιστο σεναριακό ιστό, χωρίς την παραμικρή φλυαρία, αποδοκιμάζοντας σαρκαστικά τις πιθανές μελοδραματικές ευκολίες, ευφυές και καυστικό, ενώ στηρίζεται σε μια πραγματικά αξιοθαύμαστη ερμηνεία του Μαντς Μίκελσεν:
Τραχύς, ψύχραιμος, διατηρεί την αξιοπρέπειά του απόλυτα πεπεισμένος ότι δεν αξίζει τέτοιας αντιμετώπισης από τα «ζόμπι» του κοινωνικού του περίγυρου που έχουν «μολυνθεί» από τον ιό της αμφιβολίας και την υποψία της σιχαμάρας. Αν και κάποια στιγμή κινδυνεύει να κλονιστεί: αδυνατεί να πιστέψει πως ένα απλό παιδικό ψέμμα είναι ικανό να συμπαρασύρει σαν χείμαρρος στην καταστροφή την ζωή του. Πως κατάφερε να μεταλλάξει εναντίον του την συμπεριφορά μιας ολόκληρης πόλης που του συμπεριφέρεται σαν να έχει λέπρα (ή να έχει μεταβληθεί ο ίδιος σε «ζόμπι»);
Πάνω του ο Βιντερμπεργκ χτίζει μια ταινία αβάσταχτης έντασης και κλιμακωτής αγωνίας, ένα σκοτεινό θρίλερ στην καρδιά και την ψυχή. Είναι τραχύς, ορμητικός, δεν λυπάται και δε χαρίζεται σε κανέναν. Ξέρετε που λυγίζει, έστω και λίγο; Στο θέμα του κλονισμού της ανδρικής φιλίας. «Πάνω από 30 χρόνια φίλοι, κολλητοί, μαζί χτυπάγαμα γκομενάκια, μαζί μπλέκαμε σε καυγάδες, μαζί κλεβαμε, μζί τα πίναμε, είναι δυνατόν να διανοηθείς να σκεφτείς ότι κακοποίησα την κόρη σου;».
Εκεί ο πρωταγωνιστής ξεσπάει αλλά και συγχωρεί τον φίλο του σε μια στιγμή απαράμιλλης ομορφιάς.
Εκεί, διστάζει, για πρώτη και τελευταία φορά και για λίγα δευτερόλεπτα και η κάμερά του σαν να βουρκώνει. Όπως και εμείς.
Ένα από τα ελάχιστα αριστουργήματα συτής της χρονιάς.
Απόστολος Κίτσος www.moveitmag.gr
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΕΣ :
Τόμας Βίντερμπεργκ
Ο Τόμας Βίντερμπεργκ αποφοίτησε από τη Δανέζικη Σχολή Κινηματογράφου το 1993. Η διπλωματική του ταινία Last Round ήταν το πρώτο παράδειγμα του εξαιρετικού ταλέντου του, ενώ απέσπασε και μια σειρά βραβείων και ήταν υποψήφιο για μαθητικό Όσκαρ. Ακολούθησε το The Boy που μεταξύ άλλων, απέσπασε τα Βραβεία Clermont-Ferrand και Robert για Καλύτερη Μικρού Μήκους ταινία.
Το 1996, σκηνοθέτησε την πρώτη μεγάλου μήκους του Ήρωες (The Biggest Heroes). Η ταινία βραβεύτηκε με τρία βραβεία Robert. Το 1995, ο Βίντερμπεργκ μαζί με τον Τρίερ γράψανε το μανιφέστο Δόγμα 95. Η ταινία του Οικογενειακή Γιορτή (Festen), ήταν η πρώτη του κινήματος. Έλαβε αμέτρητα βραβεία και διακρίσεις, μεταξύ των οποίων το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες και το ΒραβείοFassbinder στα Ευρωαπϊκά Βραβεία Κινηματογράφου, καθώς και τα Βραβεία Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας από τους κριτικούς κινηματογράφου του Λος Άντζελες και της Νέας Υόρκης. Το 2008, οι Βίντερμπεργκ, Τρίερ και άλλοι δύο «δογματικοί» σκηνοθέτες οι Λέβρινγκ και Γιάκομπσεν, λάβανε το βραβείο EFA για Ευρωπαϊκό Επίτευγμα στον Παγκόσμιο Κινηματογράφο. Ο Βίντερμπεργκ έχει σκηνοθετήσει δύο αγγλόφωνες ταινίες τα It’s All About Love (2003), και Dear Wendy (2005), σε σενάριο Λαρς Φον Τρίερ, που απέσπασε τον Χρυσό Αγ. Γεώργιο στο φεστιβάλ της Μόσχας. Επέστρεψε το 2008 με μια κωμωδία το Ένας Άντρας Επιστρέφει (When A ManComes Home), ενώ ακολούθησε Submarino (2010), που συμμετείχε στο Επίσημο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βερολίνου.Έχει γράψει αρκετά θεατρικά για την Εθνική Σκηνή της Αυστρίας, ενώ έχει σκηνοθετήσει και βίντεο κλιπ για τους Blur και τους Metallica.
Μαντς Μίκελσεν
En Kongelig Affaere (2012)
Jagten - Το Κυνήγι (2012)
The Three Musketeers - Οι Τρεις Σωματοφύλακες (2011)
Clash of the Titans - Η Τιτανομαχία (2010)
Coco Chanel & Igor Stravinsky (2009)
Valhalla Rising - Ο Κατακτητής (2009)
Flammen & Citronen - Μέρες Θυμού (2008)
Casino Royale (2006)
Efter Brylluppet - Μετά το Γάμο (2006)
Prag - Πράγα (2006)
Adams Aebler - Τα Μήλα του Αδάμ (2005)
King Arthur - Βασιλιάς Αρθούρος (2004)
Pusher II - Με Αίμα στα Χέρια (2004)
Torremolinos 73 (2003)
Elsker Dig for Evigt - Ανοιχτές Καρδιές (2002)
I Am Dina - I Am Dina: Αυτή Είναι η Ιστορία μου (2002)
Wilbur Wants to Kill Himself - Ο Γουίλμπουρ Δε Θέλει τη Ζωή του (2002)
Blinkende Lygter - Το Πανδοχείο της Μαφίας (2000)
Pusher - Το Βαποράκι (1996)
Τόμας Μπο Λάρσεν
Jagten - Το Κυνήγι (2012)
En Mand Kommer Hjem - Ενας Αντρας Επιστρέφει (2007)
Dear Wendy - Αγαπητή Γουέντι (2005)
It`s All About Love - Ολα για την Αγάπη (2003)
Torremolinos 73 (2003)
Drengen der Ville Gore det Umulige - Το Παιδί που Ηθελε να Γίνει Αρκούδα (2002)
Blinkende Lygter - Το Πανδοχείο της Μαφίας (2000)
Festen - Οικογενειακή Γιορτή (1998
Riget II (1997)
4 σχόλια:
Η Φράνσις είναι 27 χρονών. Δείχνει μεγαλύτερη, αλλά συμπεριφέρεται τόσο «ανώριμα». Περνάει αυτή τη φάση, κατά τη διάρκεια της οποίας πρέπει να μεγαλώσει. Να βρει τη θέση της, σε μια συντροφική αγκαλιά, σε ένα σπιτικό, στην κοινωνία. Αλλά είναι «undateable», πάντα μοιράζεται ένα διαμέρισμα με φίλους γιατί τα οικονομικά της δεν επιτρέπουν κάτι διαφορετικό και, αν και αγαπά το χορό, δεν έχει απολύτως κανένα μέλλον ως χορεύτρια. Δεν είναι ο ιδανικός χαρακτήρας με τον οποίο θα επεδίωκες να πιάσεις φιλίες ή να κάνεις μια σοβαρή σχέση, όμως, είναι μια ηρωίδα που θα αισθανθείς να αναπνέει δίπλα σου στο κάθισμα του σινεμά.
Η ταινία ξεκινά δίχως τα παραμικρά credits ή τίτλο και γρήγορα μαρτυρά δύο – προφανείς – αγάπες του Νόα Μπάουμπαχ που θα κάνουν τους φανατικούς κινηματογραφόφιλους να μειδιάσουν από ευχαρίστηση: τις μουσικές του Ζορζ Ντελρί από το σύμπαν των εικόνων τού Φρανσουά Τριφό και το ταιριαστό μαυρόασπρο μιας Νέας Υόρκης σχεδόν… γουντιαλενικής. Για την ακρίβεια, είναι λες και ο Άλεν μπήκε στο σώμα του Τριφό την περίοδο που θα γύριζε το «Manhattan», αλλά ξέχασε να βάλει μέσα τον εαυτό του και τις νευρώσεις του! Η Φράνσις δεν είναι ένας θηλυκός κλώνος των αυτοβιογραφικών χαρακτηριστικών του Άλεν, ούτε και το φιλμ αποτελεί μια τόσο εύκολη αναφορά στη γαλλική nouvelle vague. Η «Frances Ha» έχει μια δική της, σημερινή ιδιοσυγκρασία που τρέχει σε δικούς της ρυθμούς, αρκετά αβίαστα, όχι σα να την κυνηγάει η εποχή της αλλά σα ν’ ακολουθεί από συνήθεια αυτή τη ρουτίνα των αποσπασματικών στιγμών της κάθε μέρας.
Όπου κι αν βρεθεί, στη Νέα Υόρκη, το Σακραμέντο ή και το… Παρίσι, η Φράνσις είναι η ίδια αφελής απόγονος της Νταϊάν Κίτον σε συνδυασμό με τη slacker-ιά των 90′s και την – χωρίς έγνοιες για το μέλλον – απάθεια των σημερινών hipsters. Κυρίως, όμως, το αιώνιο παιδί που θα σκοντάψει και θα πέσει, θα σηκωθεί και δε θα καταλάβει πως ματώνει (όπως στην… άκυρη σκηνή της αναζήτησης ενός ΑΤΜ). Μέσα της, ποτέ δε θα ματώσει η Φράνσις. Γιατί ζει με μια ελευθερία και τον αυθορμητισμό τού απόλυτου τώρα, με άγνοια απέναντι σε συνέπειες (είναι φτωχή, αλλά θα χρεώσει μια πιστωτική με εισιτήριο για υπερατλαντικό ταξίδι… ενός weekend!) και απίστευτες άμυνες καταπολέμησης του… δράματος. Δεν είναι αξιολύπητη ή κατεστραμμένη (δεν κατοικεί σε ευρωπαϊκή ταινία, γι’ αυτό…), είναι ένας άνθρωπος αδέξια ευτυχισμένος. Κι αυτό σε αφοπλίζει.
Μακρινός συγγενής και του αγορίστικου «Superbad», ίσως, αλλά το φιλμ του Μπάουμπαχ δεν επιχειρεί να σηκώσει τη σημαία μιας κάποιας generation now και να κλάψει για τα νιάτα που χάνει. Η Φράνσις είναι 27. Βρίσκεται σ’ αυτή τη μετάβαση της ένταξης, μπορεί να τα καταφέρει, να χάσει ή… να χαθεί (διπλής ανάγνωσης ήττα αυτή). Λίγο πριν από το φινάλε και την εμφάνιση των credits, ο δημιουργός του φιλμ αποκαλύπτει το «μυστικό» του τίτλου. Δεν είναι κάτι μαγικό, φιγουρατζίδικα πολύπλοκο ή σημαντικό. Είναι ένα κλείσιμο του ματιού. Αισιόδοξο. Η «Frances Ha» δεν είναι ένα αριστούργημα, όπως και η ηρωίδα της δεν είναι ένας τέλειος άνθρωπος. Είναι, όμως, μια από εκείνες τις ταινίες που σε κάνουν να θέλεις να συνεχίσεις να ζεις. Αρκεί να… ζεις.
Ηλίας Φραγκούλης www.freecinema.gr
Οι δυο τους μοιάζουν φτιαγμένες από το ίδιο υλικό με τα κορίτσια του «Girls», μοντέρνες νεοϋορκέζες, με «προβλήματα πρώτου κόσμου», μπερδεμένες σχέσεις, γερή δόση ειρωνείας απέναντι στον κόσμο και τις ίδιες.
Κι όμως στα χέρια του Μπόμπακ και της Γκρέτα Γκέργουϊκ που υπογράφει μαζί του το σενάριο, δεν μοιάζουν στο ελάχιστο με κινούμενα κλισέ, αλλά με δυο αληθινά κορίτσια που σίγουρα δεν είναι τέλεια, αλλά δεν παύουν να είναι αξιαγάπητα.
2
Μόνο που σύντομα η Σόφι θα βρει μια συγκάτοικο με ένα διαμέρισμα στον αγαπημένο της δρόμο στην Τραϊμπέκα, η Φράνσις θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σπίτι τους, την ίδια στιγμή που η θέση της στην ομάδα χορού όπου βρίσκεται δοκιμαστικά, μοιάζει να κινδυνεύει.
Η αληθινή ζωή της μοιάζει έτοιμη να ξεκινήσει, και με τις λέξεις «αληθινή ζωή» στην περίπτωση της Φράνσις, δεν μπορεί παρά να περιγραφεί μια σειρά από εμπόδια, δυσκολίες απογοητεύσεις. Ομως η ίδια είναι ένας τόσο θετικός χαρακτήρας (ή για κάποιους απλά ανώριμη κι ανεύθυνη), που δεν μπορεί παρά να βλέπει λίγο πιο μακριά και να παίρνει το κάθε τι όπως έρχεται: όχι σαν μια μικρή τραγωδία, μα σαν ένα απλό παραπάτημα. Αμέσως μετά, ακολουθεί ένα βήμα ακόμη.
2
Και το φιλμ του Μπόμπακ σε κάνει να πιστεύεις πως ακριβώς έτσι θα έπρεπε να βλέπουμε όλοι μας τη ζωή. Σαν μια συνεχή ροή από στιγμιότυπα, που άλλα είναι υπέροχα, τα περισσότερα είναι ίσως στραβά, μα όλα περνούν γρήγορα και κάτι άλλο έρχεται να τα αντικαταστήσει.
Η ερμηνεία της Γκέργουϊκ παίζει επίσης μεγάλο ρόλο στο πόσο πετυχημένα αποδίδεται η νοοτροπία της ηρωίδας της στην οθόνη, το πόσο πειστική γίνεται μια συμπεριφορά που δεν μοιάζει να πατά σε κανενός είδους λογική. Γεμάτη με θετική ενέργεια, με μια αμηχανία που αγαπάς, με έναν τρόπο που συχνά την οδηγεί να βάζει η ίδια τρικλοποδιές στον εαυτό της, η Φράνσις απέχει πολύ από έναν ιδανικό χαρακτήρα. Κι ακριβώς γι αυτό σε κερδίζει ξανά και ξανά.
2
Με τον ίδιο τρόπο, η σκηνοθεσία του Μπόμπακ ακολουθεί την ενέργεια της ηρωίδας της, με έναν ρυθμό που περπατά στα βήματά της. Γρήγορος, κοφτός, μα πάντα πρόθυμος να πατήσει το pause στις στιγμές που χρειάζεται. Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο, η ταινία έχει κάτι από τον ανέμελο αέρα ενός φιλμ της γαλλικής νουβέλ βαγκ, κι ένα ταξίδι της Φράνσις στο Παρίσι καθώς και οι μουσικές του Ζορζ Ντελερί που χρησιμοποιούνται συχνά, σίγουρα βοηθούν μια τέτοια αίσθηση να εδραιωθεί.
Ομως ακόμη κι έτσι και παρά τις όποιες αναφορές της, η «Frances Ha» δεν είναι απλά μια ταινία των ημερών μας, αλλά κι ένα φιλμ που έχει την δική του ιδιοσυγκρασία, την δική του ταυτότητα και τον δικό του χαρακτήρα. Και είναι όλα ακαταμάχητα και απολαυστικά. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ www.flix.gr
Η Φράνσις είναι μια κοπέλα που ζει «στο περίπου», αλλά το απολαμβάνει σαν το πιο συναρπαστικό ταξίδι εξερεύνησης.
Ο Νόα Μπόμπακ είναι ο σκηνοθέτης που εξακολουθεί να μς κάνει να βρίσκουμε ενδιαφέρον και γοητεία στον ανεξάρτητο αμερικανικό κινηματογράφο κι εδώ, με συνεργάτιδα την Γκρέτα Γκέργουιγκ στο σενάριο, το σινεμά του αποκτά τη γυναικεία χάρη που λειαίνει τις αιχμές.
Επιλέγοντας να κινηματογραφήσει τη Νέα Υόρκη ασπρόμαυρη, μέσα από τις εμπειρίες και τους μονολόγους μιας γοητευτικής και ταυτόχρονα δυσλειτουργικής κοπέλας, ο Μπόμπακ αυτόματα παραπέμπει σ’ έναν παλαιότερο Γούντι Αλεν, όμως η ταινία του την ίδια στιγμή αποκαλύπτει πώς θα ήταν αν ο Ερίκ Ρομέρ γύριζε ένα πετυχημένο φιλμ στην Αμερική.
Οσες ατέλειες έχει η Φράνσις, τόσες στιγμές τελειότητας πετυχαίνει το φιλμ, με κύριο ατού τη γεμάτη άγαρμπες γωνίες και εκθαμβωτική ακτινοβολία πρωταγωνίστριά του.
Στα χέρια του Μπόμπακ και της Γκέργουιγκ το σενάριο όχι απλώς παίρνει ζωή, αλλά χαρίζει μιάμιση ώρα αποκαλυπτικής ειλικρίνειας σ’ έναν κόσμο που θα ευχόσουν να κρατήσει για πάντα.
Σε μια περίοδο τόσο δύσκολη και ζοφερή όσο η σημερινή, μοιάζει απρόσμενο δώρο μια μικρή υπενθύμιση ότι η ζωή κυλά κι όποιος τρέξει από πίσω της θα βγει και χαμένος αλλά και νικητής. Τόσο μαγική όσο η χαρά της κοριτσίστικης ανεξαρτησίας και τόσο πειστική όσο το ότι αν παραπατήσεις στο πεζοδρόμιο, μπορείς, απλώς, να σηκωθείς, το «Frances Ha» είναι η επιτακτική… «αντιταινία», καθόλου επίκαιρη, αλλά διαχρονική και αναζωογονητική όσο η ομορφότερη βόλτα στο πάρκο.
ΛΗΔΑ ΓΑΛΑΝΟΥ - ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Γεννημένοι Ξανά
The Bling Ring - ΟΙ ΥΠΟΠΤΟΙ ΦΟΡΟΥΣΑΝ ΓΟΒΕΣ